«Έρχονται από μακριά οι νέοι σαλπιγκτές
Των επιλέκτων κλάσεων του μέλλοντος
Οι κραυγές τους γκρεμίζουν τα σαθρά τείχη
Τήκουν τη λάσπη σε φωτεινούς ρύακες…»
23 Ιουνίου του 2005: Έφυγε από τη ζωή ο Μανόλης Αναγνωστάκης ένας από τους κορυφαίους ποιητές και δοκιμιογράφους της μεταπολεμικής γενιάς.
Αγωνιστής της Αριστεράς ο οποίος φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για τις πολιτικές του πεποιθήσεις…
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανήκει στην τραγική γενιά των κομμουνιστών που έζησε τη διάψευση των πεποιθήσεων και ιδανικών. Που είδε το αμυδρό φως της Επανάστασης να σβήνει από το σταλινικό σύστημα τρόμου και φρίκης, όπου τα ιδανικά του σοσιαλισμού χλευάζονταν στο όνομα ενός αποστεωμένου δόγματος…
ΜΕΣΑ σε αυτή την καταιγίδα των ιστορικών διαψεύσεων ο Μανώλης Αναγνωστάκης δεν λιποτάκτησε, ούτε αναζήτησε, όπως πολλοί άλλοι διανοούμενοι της Αριστεράς τη «γοητεία της μπουρζουαζίας».
Δεν καταποντίστηκε μέσα στη θύελλα του αντεπαναστατικού σταλινισμού, παρέμεινε μαχόμενος και πιστός των σοσιαλιστικών ιδεών και αξιών, πιστεύοντας στο «φως» της «ανανέωσης» του Συνασπισμού.
Γρήγορα διαπίστωσε ότι δεν ήταν «φως» αλλά το σκοτάδι «αναπαλαιωμένο»: Άλλη τραγική διάψευση…
Οι ποικίλες αυτές διαψεύσεις που βίωσε σπαρακτικά αποτυπώνονται στην ποίησή του.
«…Έρχεται το μεγάλο παρανάλωμα
Μέσα στους πίδακες των πρόσχαρων νερών.
Έρχονται οι τελευταίες προγραφές.
Μα τώρα αυτός είναι απλός θεατής
Ανώνυμος ανθρωπάκος μέσα στο πλήθος
Με τα χέρια στο στήθος σαν έτοιμος νεκρός…
Ένα σύντομο βιογραφικό
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική.
Στη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ.
Κατά τη διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά.
Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
«Πέθανες- κι έγινες καὶ σύ: ο καλός,
Ὁ λαμπρὸς άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξη στέφανα σὲ συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
Εφτὰ ψηφίσματα γιὰ τὶς υπέροχες υπηρεσίες ποὺ προσέφερες.
Α, ρὲ Λαυρέντη, εγὼ ποὺ μόνο τόξερα τί κάθαρμα ήσουν,
Τί κάλπικος παράς, μιὰ ολόκληρη ζωὴ μέσα στὸ ψέμα
Κοιμού ἐν ειρήνῃ, δὲν θὰ ῾ρθω τὴν ησυχία σου νὰ ταράξω…»
Αναδημοσιεύουμε ένα μικρό σχόλιο που είχαμε γράψει, τον Οκτώβριο του 2009:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?p=22099#22099
Οι ισόβιοι!!!
ή
Τα κόκκινα γιλέκα
«Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τί κάθαρμα ήσουν,
Τί κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα»
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είχε γνωρίσει, μέσα στην Αριστερά, πολύ καλά τους κάλπικους παράδες. Δεν θα φανταζόταν, ίσως, τότε που έγραφε του στίχους, τη σημερινή καταιγίδα των κάλπικων παράδων με τα κόκκινα γιλέκα…
Δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ο ποιητής την ολική μετάλλαξη της Αριστεράς που πίστεψε και υπηρέτησε.
Δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί καν, ότι αυτοί οι πρώην αριστεροί σύντροφοι, θα αποτελέσουν τα «ηθικά αποδεκτά ρούχα» της καθεστωτικής προπαγάνδας και πλανητικής τρομοκρατίας.
Και όμως, σήμερα, ζούμε ένα από τα πιο θλιβερά δράματα της ιστορίας και ένα από τα πιο αποκρουστικά συμπτώματα της ανθρώπινης ψυχολογίας:
«Αριστεροί» διανοούμενοι και ποικίλοι «εξεγερμένοι» κατά της χούντας να έχουν εξαργυρώσει την ιστορία τους στο χρηματιστήριο των καπιταλιστικών αξιών, να έχουν προσκυνήσει την εξουσία και μάλιστα την πιο ακραιφνή νεοφιλελεύθερη αιχμή της, και ταυτόχρονα να εμφανίζονται με ισόβιο πιστοποιητικό αριστερών φρονημάτων για κάποια παρελθούσα δράση.
Το παίζουν αντικαθεστωτικοί και αριστεροί και είναι χωμένοι μέχρι το λαιμό στο σύστημα και τις απολαβές του, στα καθεστωτικά πόστα και τις χρυσοφόρες επιδοτήσεις…
Και αυτό το διέκρινε και το στηλίτευσε ο Μανόλης Αναγνωστάκης:
«…γράφουν, συζητούν, αγορεύουν σε συνέδρια και σεμινάρια για τη βαρβαρότητα των πόλεων, τη μαζοποίηση, την αλλοτρίωση, το αδιέξοδο του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού από προοδευτική πάντα σκοπιά, αριστερή και συνήθως άκρως ριζοσπαστική – πόσο βολεμένοι οι ίδιοι σε θέσεις με γερούς μισθούς και επιμίσθια, με παροχές και ταξίδια, πόσο δεμένοι οι ίδιοι με το σύστημα που καταριούνται και, υποτίθεται, αγωνίζονται για την ανατροπή του, πόσο βέβαιοι τελικά πως τίποτα ευτυχώς δεν κινδυνεύει ν’ αλλάξει, τουλάχιστον στα αμέσως προσεχές μέλλον».
Φαίνεται ο ποιητής είχε υπόψη του και το Δημήτρη Παπαχρήστο!!!
Είναι μικρή η χώρα μας και γνωρίζουμε την ιστορική διαδρομή του καθενός…
Ο Παπαχρήστος είναι ένας ισοβίτης της αντιδικτατορικής δράσης. Έχει εξαργυρώσει γενναία αυτή τη δράση του. «Χωμένος», σταθερά και «ατσαλάκωτα» μέσα σε ποικίλους κρατικούς και κυβερνητικούς μηχανισμούς: Από υπουργεία Νέας Γενιάς, τράπεζες, μέχρι τα καθεστωτικά μέσα της δημοσιογραφίας…
Όλα τα «κόκκινα γιλέκα» της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, όλοι αυτοί οι «τζέντλεμαν» των «εξεγερμένων» φωνακλάδων υιοθετήθηκαν, με το αζημίωτο, από το σύστημα που δήθεν πολεμάνε και πολλοί αγιοποιήθηκαν…
Συνεχίζουν και σήμερα να το παίζουν θιασώτες των «εξεγέρσεων» «πόσο βολεμένοι οι ίδιοι σε θέσεις με γερούς μισθούς και επιμίσθια, με παροχές και ταξίδια, πόσο δεμένοι οι ίδιοι με το σύστημα που καταριούνται…»
Τους αφιερώνω την «Ποιητική» του Μανόλη Αναγνωστάκη:
-Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
-Το τι δεν πρόδωσες εσὺ να μου πεις
Εσὺ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορὲς και τα λαϊκὰ παζάρια
Και μείνατε χωρὶς μάτια για να βλέπετε, χωρὶς αφτιὰ
Ν᾿ ἀκούτε, με σφραγισμένα στόματα και δὲ μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.
Ένα επίκαιρο ποίημα του Αναγνωστάκη
δημοσιευμένο και στο τέταρτο τεύχος του ΡΕΣΑΛΤΟ
Φοβάµαι ...
Φ ο β ά µ α ι τους ανθρώπους που εφτά
χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει
χαµπάρι και µια ωραία πρωία -
µεσούντος κάποιου Ιουλίου-βγήκαν στις
πλατείες µε σηµαιάκια κραυγάζοντας
«δώστε τη χούντα στο λαό».
Φ ο β ά µ α ι τους ανθρώπους που µε
καταλερωµένη τη φωλιά πασχίζουν
τώρα να βρούν λεκέδες στη δική σου.
Φ ο β ά µ α ι τους ανθρώπους που σου
κλείναν την πόρτα µην τυχόν και τους
δώσεις κουπόνια και τώρα τους βλέπεις
στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν
γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φ ο β ά µ α ι τους ανθρώπους που
γέµιζαν τις ταβέρνες και τα σπάζαν στα
µπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα
ξανασπάζουν όταν τους πιάνει το
µεράκι της Φαραντούρη και εχουν και
«απόψεις».
Φ ο β ά µ α ι τους ανθρώπους που
άλλαζαν πεζοδρόµιο όταν σε
συναντούσαν και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις
ίσιο δρόµο.
Φ ο β ά µ α ι, φοβάµαι πολλούς
ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόµη περισσότερο.
Μανολης Αναγνωστάκης
Νοέµβρης 1983
Δύο ακόμα χαρακτηριστικά ποιήματα
Κι ήθελε ακόμη
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ Δεν παραδέχτηκα την ήττα.
Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η διάγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεκτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω,
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.
Μιλώ
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει.
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.