Γράφει: Ο Νίκος Μπογιόπουλος
Το 2005 τα κόμματα που ψήφισαν τον Κάρολο Παπούλια στην Προεδρία της Δημοκρατίας είχαν λάβει στις εθνικές εκλογές της προηγούμενης χρονιάς ποσοστό 85,85% (ΝΔ 45,3%, ΠΑΣΟΚ 40,55%). Το 2010, όταν ανανεώθηκε η θητεία του στο Προεδρικό Μέγαρο, τα δικομματικά ποσοστά είχαν μετρηθεί στις εκλογές της προηγούμενης χρονιάς στο 77,39% (ΠΑΣΟΚ 43,92%, ΝΔ 33,47%).
Σήμερα
υπάρχει η ελάχιστη αμφιβολία ότι εκείνο το πολιτικό σκηνικό - όπως πιστοποιεί και η εκλογική αριθμητική και η πολιτική απήχηση των γαλαζοπράσινων εταίρων - έχει σαρωθεί; Αδιάψευστος μάρτυς τόσο οι βουλευτικές εκλογές του Ιούνη του 2012 όταν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν ξεπέρασαν μαζί το 42% όσο και οι ευρωεκλογές του 2014, όπου τα ποσοστά τους μόλις και μετά βίας ξεπέρασαν το 30% (ΝΔ 22,7%, ΠΑΣΟΚ 8%).
Προφανώς, λοιπόν, τα πράγματα σήμερα είναι εντελώς διαφορετικά από την εποχή που η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ψήφιζαν από κοινού, είτε σε συνεργασία με άλλους πολιτικούς σχηματισμούς, στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας τον Κάρολο Παπούλια ή τον Κωστή Στεφανόπουλο. Σήμερα ο κόσμος τους έχει απορρίψει.
Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που, όχι το κάθε κόμμα από αυτά μόνο του -όπως συνέβαινε στο παρελθόν - αλλά και τα δυο μαζί πλέον, συνθέτουν μια κυβέρνηση οικτρής μειοψηφίας στον λαό.
Είναι εξόφθαλμο επομένως: Έχουμε δυο κόμματα που δεν απηχούν ούτε το 1/3 του εκλογικού σώματος και που αναζητούν να γαντζωθούν για όσο μεγαλύτερο διάστημα μπορούν στην κυβερνητική καρέκλα. Πως; Μέσω της εκλογής νέου Προέδρου.
Για να καταδειχτεί ακόμα περισσότερο το εξόφθαλμο, ας κάνουμε μια σύμβαση: Ας παίξουμε στο δικό τους γήπεδο και ας «δεχτούμε» τη λογική τους. Ότι δηλαδή οι εκλογές εξασφαλίζουν την ασφαλή, ανεπηρέαστη, ελεύθερη (εδώ γελάνε) αποτύπωση της λαϊκής βούλησης. Ε, λοιπόν, πριν από μερικούς μήνες έγιναν εκλογές. Το εκλογικό σώμα απεφάνθη.
Ερώτηση: Μετά από τα παραπάνω, οι επιδιδόμενοι σε πολιτικά παίγνια περί τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αναζητώντας τη μια «Τσιριμώκους» και την άλλη ψήφους από μια δεξαμενή πολιτικά στερεμένη (θυμίζουμε ότι στην παρούσα Βουλή υπάρχουν δεκάδες βουλευτές που στις ευρωεκλογές δεν βρήκαν ούτε την ψήφο τους…) πώς ακριβώς εννοούν τη συνταγματική επιταγή περί «κυρίαρχου λαού»;
Ο «κυρίαρχος λαός» τούς έστειλε στο 30%. Από την άλλη – και σωστά - λέγεται ότι στην προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, όλο το βάρος της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας (που λογίζεται Αρχηγός του Κράτους και ρυθμιστής του Πολιτεύματος), εμπίπτει και αφορά αποκλειστικώς στο Κοινοβούλιο. Από εκεί, από το Κοινοβούλιο, περνά η εκλογή αλλά και η νομιμοποίηση του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας.
Εδώ, όμως, έρχεται η πραγματικότητα που λέει ότι: Στην παρούσα πολιτική φάση η συγκυβέρνηση δεν διαθέτει κανένα, μα κανένα, όχι τυπικό αλλά ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έρεισμα να εκλέξει Πρόεδρο. Διότι, πολύ απλά, είναι η ίδια που δεν διαθέτει ουσιαστική κοινοβουλευτική νομιμοποίηση. Υπάρχει αδιάψευστος μάρτυς που να το μαρτυρεί; Η πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία!
Η απάντηση σε όλα αυτά από τη συγκυβέρνηση είναι προφανής: Στα παλιά τους τα παπούτσια. Η απάντηση σε όλα αυτά από τη συγκυβέρνηση είναι η αναζήτηση των 180 κουκιών στο… όνομα του λαού. Αλλά ποιού λαού; Του ίδιου λαού που στις εκλογές τους «έφτυσε»!
Φυσικά δεν μας διαφεύγει ότι υπάρχουν οι δυνατότητες ώστε η αριθμητική των κουκιών να υπερσκελίσει την πολιτική αριθμητική και να καθυποτάξει την πραγματική πολιτική βούληση του εκλογικού σώματος. Πως θα πρέπει να μετρηθεί αυτή η τακτική σε συνδυασμό με τους όρκους πίστης των συγκυβερνητών στον κοινοβουλευτισμό και στους «θεσμούς»; Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που πρέπει να μετρηθεί το πόσο αξίζουν οι αναφορές τους που ταυτίζουν τα κοινοβουλευτικά τερτίπια με τη δημοκρατία.
Εξηγούμαστε: Το ζήτημα που ανακύπτει δεν είναι αν στην Ελλάδα έχουμε δημοκρατία κοινοβουλευτική ή αν τηρούνται οι κοινοβουλευτικοί κανόνες της δημοκρατίας. Το ζήτημα που ανακύπτει είναι αν στο όνομα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και των κανόνων της, που ερμηνεύονται κατά το δοκούν, μπορούν να γίνονται ανεκτά τα «παιχνίδια» που κονιορτοποιούν τη δημοκρατία. Δηλαδή κονιορτοποιούν τη λαϊκή θέληση και το δικαίωμα του λαού να εκφράζει τη θέλησή του και αυτή να γίνεται σεβαστή (σ.σ.: προσωπικά δεν περιμέναμε τα της εκλογής του Προέδρου ούτε για να τεθεί ούτε πολύ περισσότερο για να απαντηθεί αυτό το από συστάσεως ταξικής δημοκρατίας απαντημένο ερώτημα, αλλά τούτο είναι αντικείμενο επόμενου σημειώματος της στήλης).
Πρώτον: Στην απόφαση του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται: «Στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ για την κοινωνική, πολιτική ανατροπή και την αριστερή διακυβέρνηση θα διαφυλάξουμε τη φερεγγυότητα και αξιοπιστία μας. Πρόσωπα και δυνάμεις του χρεοκοπημένου και υπόλογου πολιτικού κόσμου, ιδίως όσοι αποδέχθηκαν την πολιτική του μνημονιακού μονόδρομου και έπαιξαν ενεργό ρόλο σε μνημονιακές κυβερνήσεις από θέσεις ευθύνης, δεν μπορεί να έχουν ρόλο στην κυβέρνηση της Αριστερός».
Ωστόσο: Το τελευταίο διάστημα βρίσκεται σε εξέλιξη γύρος συνομιλιών αντιπροσωπειών του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ του κ. Κουβέλη, που, όπως προκύπτει από τις ανακοινώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκονται σε καλό δρόμο.
Ωστόσο: Στο τελευταίο συνέδριο της ΔΗΜΑΡ ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ κ.Βίτσας, απηύθυνε στους συνέδρους κάλεσμα συμπόρευσης με το εξής περιεχόμενο: «Για να εργαστούμε μαζί για τη διαμόρφωση μιας νέας κοινωνικής συμφωνίας για την αναδιανομή, την ανασυγκρότηση, την ανάπτυξη. Μιας συμφωνίας εθνικού χαρακτήρα με ευρωπαϊκό προσανατολισμό».
Ερώτηση πρώτη: Ο κ. Κουβέλης και η ΔΗΜΑΡ, που συμμετείχαν στην κυβέρνηση του μνημονίου, έπαψαν να αποτελούν - όπως λέει η απόφαση του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ - «πρόσωπα και δυνάμεις του χρεοκοπημένου και υπόλογου πολιτικού κόσμου» που «έπαιξαν ενεργό ρόλο σε μνημονιακές κυβερνήσεις από θέσεις ευθύνης» και που «δεν μπορεί να έχουν ρόλο στην κυβέρνηση της Αριστεράς»;
Ερώτηση δεύτερη: Το «με ποιον πας» σε συνάφεια με την αξιοπιστία στην πολιτική, σχετίζονται- ναι ή όχι; - με το «που πας»;
ΠΗΓΗ:
http://www.enikos.gr/mpogiopoulos/275181,%E2%80%9CPws%E2%80%9D_%E2%80%9Cme_poion%E2%80%9D_%E2%80%9Cpoy%E2%80%9D__.html
Το 2005 τα κόμματα που ψήφισαν τον Κάρολο Παπούλια στην Προεδρία της Δημοκρατίας είχαν λάβει στις εθνικές εκλογές της προηγούμενης χρονιάς ποσοστό 85,85% (ΝΔ 45,3%, ΠΑΣΟΚ 40,55%). Το 2010, όταν ανανεώθηκε η θητεία του στο Προεδρικό Μέγαρο, τα δικομματικά ποσοστά είχαν μετρηθεί στις εκλογές της προηγούμενης χρονιάς στο 77,39% (ΠΑΣΟΚ 43,92%, ΝΔ 33,47%).
Σήμερα
υπάρχει η ελάχιστη αμφιβολία ότι εκείνο το πολιτικό σκηνικό - όπως πιστοποιεί και η εκλογική αριθμητική και η πολιτική απήχηση των γαλαζοπράσινων εταίρων - έχει σαρωθεί; Αδιάψευστος μάρτυς τόσο οι βουλευτικές εκλογές του Ιούνη του 2012 όταν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν ξεπέρασαν μαζί το 42% όσο και οι ευρωεκλογές του 2014, όπου τα ποσοστά τους μόλις και μετά βίας ξεπέρασαν το 30% (ΝΔ 22,7%, ΠΑΣΟΚ 8%).
Προφανώς, λοιπόν, τα πράγματα σήμερα είναι εντελώς διαφορετικά από την εποχή που η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ψήφιζαν από κοινού, είτε σε συνεργασία με άλλους πολιτικούς σχηματισμούς, στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας τον Κάρολο Παπούλια ή τον Κωστή Στεφανόπουλο. Σήμερα ο κόσμος τους έχει απορρίψει.
Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που, όχι το κάθε κόμμα από αυτά μόνο του -όπως συνέβαινε στο παρελθόν - αλλά και τα δυο μαζί πλέον, συνθέτουν μια κυβέρνηση οικτρής μειοψηφίας στον λαό.
Είναι εξόφθαλμο επομένως: Έχουμε δυο κόμματα που δεν απηχούν ούτε το 1/3 του εκλογικού σώματος και που αναζητούν να γαντζωθούν για όσο μεγαλύτερο διάστημα μπορούν στην κυβερνητική καρέκλα. Πως; Μέσω της εκλογής νέου Προέδρου.
Για να καταδειχτεί ακόμα περισσότερο το εξόφθαλμο, ας κάνουμε μια σύμβαση: Ας παίξουμε στο δικό τους γήπεδο και ας «δεχτούμε» τη λογική τους. Ότι δηλαδή οι εκλογές εξασφαλίζουν την ασφαλή, ανεπηρέαστη, ελεύθερη (εδώ γελάνε) αποτύπωση της λαϊκής βούλησης. Ε, λοιπόν, πριν από μερικούς μήνες έγιναν εκλογές. Το εκλογικό σώμα απεφάνθη.
Ερώτηση: Μετά από τα παραπάνω, οι επιδιδόμενοι σε πολιτικά παίγνια περί τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αναζητώντας τη μια «Τσιριμώκους» και την άλλη ψήφους από μια δεξαμενή πολιτικά στερεμένη (θυμίζουμε ότι στην παρούσα Βουλή υπάρχουν δεκάδες βουλευτές που στις ευρωεκλογές δεν βρήκαν ούτε την ψήφο τους…) πώς ακριβώς εννοούν τη συνταγματική επιταγή περί «κυρίαρχου λαού»;
Ο «κυρίαρχος λαός» τούς έστειλε στο 30%. Από την άλλη – και σωστά - λέγεται ότι στην προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, όλο το βάρος της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας (που λογίζεται Αρχηγός του Κράτους και ρυθμιστής του Πολιτεύματος), εμπίπτει και αφορά αποκλειστικώς στο Κοινοβούλιο. Από εκεί, από το Κοινοβούλιο, περνά η εκλογή αλλά και η νομιμοποίηση του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας.
Εδώ, όμως, έρχεται η πραγματικότητα που λέει ότι: Στην παρούσα πολιτική φάση η συγκυβέρνηση δεν διαθέτει κανένα, μα κανένα, όχι τυπικό αλλά ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έρεισμα να εκλέξει Πρόεδρο. Διότι, πολύ απλά, είναι η ίδια που δεν διαθέτει ουσιαστική κοινοβουλευτική νομιμοποίηση. Υπάρχει αδιάψευστος μάρτυς που να το μαρτυρεί; Η πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία!
Η απάντηση σε όλα αυτά από τη συγκυβέρνηση είναι προφανής: Στα παλιά τους τα παπούτσια. Η απάντηση σε όλα αυτά από τη συγκυβέρνηση είναι η αναζήτηση των 180 κουκιών στο… όνομα του λαού. Αλλά ποιού λαού; Του ίδιου λαού που στις εκλογές τους «έφτυσε»!
Φυσικά δεν μας διαφεύγει ότι υπάρχουν οι δυνατότητες ώστε η αριθμητική των κουκιών να υπερσκελίσει την πολιτική αριθμητική και να καθυποτάξει την πραγματική πολιτική βούληση του εκλογικού σώματος. Πως θα πρέπει να μετρηθεί αυτή η τακτική σε συνδυασμό με τους όρκους πίστης των συγκυβερνητών στον κοινοβουλευτισμό και στους «θεσμούς»; Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που πρέπει να μετρηθεί το πόσο αξίζουν οι αναφορές τους που ταυτίζουν τα κοινοβουλευτικά τερτίπια με τη δημοκρατία.
Εξηγούμαστε: Το ζήτημα που ανακύπτει δεν είναι αν στην Ελλάδα έχουμε δημοκρατία κοινοβουλευτική ή αν τηρούνται οι κοινοβουλευτικοί κανόνες της δημοκρατίας. Το ζήτημα που ανακύπτει είναι αν στο όνομα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και των κανόνων της, που ερμηνεύονται κατά το δοκούν, μπορούν να γίνονται ανεκτά τα «παιχνίδια» που κονιορτοποιούν τη δημοκρατία. Δηλαδή κονιορτοποιούν τη λαϊκή θέληση και το δικαίωμα του λαού να εκφράζει τη θέλησή του και αυτή να γίνεται σεβαστή (σ.σ.: προσωπικά δεν περιμέναμε τα της εκλογής του Προέδρου ούτε για να τεθεί ούτε πολύ περισσότερο για να απαντηθεί αυτό το από συστάσεως ταξικής δημοκρατίας απαντημένο ερώτημα, αλλά τούτο είναι αντικείμενο επόμενου σημειώματος της στήλης).
***
Σημείωση: Αναφερθήκαμε στο «πως» η κυβέρνηση προσπαθεί να γαντζωθεί στην εξουσία. Όμως τα «παιχνίδια» πέριξ της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι μονής κατεύθυνσης. Με αφορμή την προ μηνών εμπλοκή του ονόματος του κ.Φώτη Κουβέλη,
ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταστήσει σαφές ότι σε περίπτωση που ο κ. Κουβέλης
έπαιζε το ρόλο τον οποίο θα ήθελαν οι Σαμαράς-Βενιζέλος τότε ο κ.Τσίπρας θα του χρέωνε το προσωνύμιο «Tσιριμώκος». Το
γεγονός ότι ο κ.Κουβέλης εξέφρασε την αρνητική θέση του σε ένα τέτοιο
ενδεχόμενο δεν αναιρεί την ανάγκη να θυμίσουμε δύο – τρία πράγματα που
σχετίζονται άμεσα με την πορεία προς τις εθνικές εκλογές μέσω της (μη)
εκλογής Προέδρου:Πρώτον: Στην απόφαση του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται: «Στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ για την κοινωνική, πολιτική ανατροπή και την αριστερή διακυβέρνηση θα διαφυλάξουμε τη φερεγγυότητα και αξιοπιστία μας. Πρόσωπα και δυνάμεις του χρεοκοπημένου και υπόλογου πολιτικού κόσμου, ιδίως όσοι αποδέχθηκαν την πολιτική του μνημονιακού μονόδρομου και έπαιξαν ενεργό ρόλο σε μνημονιακές κυβερνήσεις από θέσεις ευθύνης, δεν μπορεί να έχουν ρόλο στην κυβέρνηση της Αριστερός».
Ωστόσο: Το τελευταίο διάστημα βρίσκεται σε εξέλιξη γύρος συνομιλιών αντιπροσωπειών του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ του κ. Κουβέλη, που, όπως προκύπτει από τις ανακοινώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκονται σε καλό δρόμο.
Ωστόσο: Στο τελευταίο συνέδριο της ΔΗΜΑΡ ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ κ.Βίτσας, απηύθυνε στους συνέδρους κάλεσμα συμπόρευσης με το εξής περιεχόμενο: «Για να εργαστούμε μαζί για τη διαμόρφωση μιας νέας κοινωνικής συμφωνίας για την αναδιανομή, την ανασυγκρότηση, την ανάπτυξη. Μιας συμφωνίας εθνικού χαρακτήρα με ευρωπαϊκό προσανατολισμό».
Ερώτηση πρώτη: Ο κ. Κουβέλης και η ΔΗΜΑΡ, που συμμετείχαν στην κυβέρνηση του μνημονίου, έπαψαν να αποτελούν - όπως λέει η απόφαση του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ - «πρόσωπα και δυνάμεις του χρεοκοπημένου και υπόλογου πολιτικού κόσμου» που «έπαιξαν ενεργό ρόλο σε μνημονιακές κυβερνήσεις από θέσεις ευθύνης» και που «δεν μπορεί να έχουν ρόλο στην κυβέρνηση της Αριστεράς»;
Ερώτηση δεύτερη: Το «με ποιον πας» σε συνάφεια με την αξιοπιστία στην πολιτική, σχετίζονται- ναι ή όχι; - με το «που πας»;
ΠΗΓΗ:
http://www.enikos.gr/mpogiopoulos/275181,%E2%80%9CPws%E2%80%9D_%E2%80%9Cme_poion%E2%80%9D_%E2%80%9Cpoy%E2%80%9D__.html