Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

Ο εποικισμός της ελληνικής επαρχίας

 

Της


 


 

 

Ευγενίας Σαρηγιαννίδη*


 


 

  

 

«Των οικιών ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν»

 


 

Θουκυδίδης


 


 

Ήδη πριν από πέντε περίπου χρόνια σε προφορική δήλωσή της η κ. Ντόρα Μπακογιάννη μας είχε πληροφορήσει για το σχέδιο εποικισμού της ελληνικής υπαίθρου και για το ενδεχόμενο εγκατάστασης μεταναστών (από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν εισέλθει καταρχάς παράνομα στη χώρα), σε διάφορα χωριά ανά την επικράτεια. Πιο συγκεκριμένα, δήλωνε ότι η πρόταση που η ίδια είχε καταθέσει ήταν « να διαχωριστούν, να επιμεριστούν σε χωριά και να τοποθετηθούν  μεταξύ των χωριών που έχουν ανάγκη από χέρια για να μπορούν να βοηθήσουν και να βρουν δουλειά οι άνθρωποι αυτοί και ταυτόχρονα να υπάρχουν σχολεία, ώστε να μπορούν να πηγαίνουν τα παιδιά τους.» Παράλληλα, διευκρίνιζε στη δήλωσή της ότι «κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό να γίνει, διότι η Ύπατη Αρμοστεία και τα διάφορα προγράμματα πληρώνουν στους ανθρώπους σε αυτά τα συγκεκριμένα χωριά νοίκια τα οποία είναι σημαντικά, όταν κατατίθενται στην οικονομική ζωή ενός χωριού.»…


 


 

Αυτά είχε ήδη εξαγγείλει από το 2019 η κ. Μπακογιάννη πολύ πριν έρθει το πλήρωμα του χρόνου και με Προεδρικό Διάταγμα στις 15 Απριλίου 2025, αρ. φύλλου 194 της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως θεσπιστεί επίσημα ότι κάθε οικισμός κάτω  των 2.000 κατοίκων θα υποδεχθεί προσωρινά (;) 100 μετανάστες. Με Προεδρικό Διάταγμα παρακαλώ(!), τύπου «αποφασίζουμε και διατάζουμε»… Ποια Βουλή; Ποια αντιπολίτευση; Ποια δημοκρατία; Ποιοι νόμοι; Φαίνεται πως η σημερινή κυβέρνηση έχει μπερδέψει το πολίτευμά μας με την Βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ’ ο οποίος δήλωνε ευθαρσώς πως «το κράτος είμαι εγώ». Αναλόγως και ο «δημοκρατικά εκλεγμένος» Πρωθυπουργός και ο διορισμένος Πρόεδρος της Δημοκρατίας του, «αποφασίσουν και διατάσσουν» πως στην, κατ’ όνομα ελληνική, κατ’ ουσία σατραπεία, της πρώην ελληνικής επικράτειας, ήρθε η ώρα να αλλάξουμε λαό.


 


 

Αφού τόσο οι ίδιοι όσο και οι προκάτοχοί τους δημιούργησαν τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που απαξίωσαν τη ζωή στην επαρχία. Αφού κατά συνέπεια άδειασαν τα χωριά από νέους και έμειναν στα απομακρυσμένα νησιά και στους ορεινούς όγκους κατά βάση υπέργηροι. Αφού έκλεισαν τα σχολεία, γιατί είχαν λίγους μαθητές και δεν συνέφερε το κράτος να τα λειτουργεί ή μάλλον, διόρθωση προς το πολιτικά ορθότερο, «γιατί συγχωνεύτηκαν τα σχολεία για να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι ανάγκες της εκπαίδευσης» (sic..!). Αφού επιδοτήθηκε η καταστροφή της πρωτογενούς παραγωγής, δηλαδή κάηκαν τα καΐκια έναντι επιδοτήσεων, «ξεκωλώθηκαν» (όπως μου έλεγαν αυτολεξεί απόγονοι αγροτών προφορικά), οι ντόπιες παραδοσιακές παραγωγές – και πάλι έναντι επιδοτήσεων. Αφού συρρικνώθηκαν οι κτηνοτροφικές μονάδες και τα γιδοπρόβατα έβοσκαν πλέον μόνο στο φεγγάρι, μιας και τα στελέχη του ΟΠΕΚΕΠΕ είχαν ανακαλύψει γαίες εκεί... Αφού έσπειραν στα χωράφια φωτοβολταϊκά και στις κορυφές των βουνών ανεμογεννήτριες. Αφού η «βαριά βιομηχανία» της επαρχίας – και κατ’ επέκταση όλης της χώρας, έγινε ο τουρισμός. Αφού τα παιδιά των αγροτοκτηνοτρόφων σπούδασαν στο πανεπιστήμιο και δεν λέρωναν πια τα χέρια τους, εφόσον δούλευαν στον τομέα των υπηρεσιών. Αφού καλλιεργήθηκε η νοοτροπία στο λαό «Δεν είμαι Πακιστανός να πάω να δουλέψω στο χωράφι.»…  Έρχεται το ξεπούλημα, όχι με αντίτιμο παχυλές επιδοτήσεις από την Ευρώπη, αλλά έναντι πινακίου φακής, συνεπώς με την ελπίδα είσπραξης ενός καλού ενοικίου που θα καταβάλετε με χρήματα της Ύπατης
Αρμοστείας και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ή ακόμα για μια θεσούλα σε «αντιρατσιστική» ΜΚΟ, ή για καμιά αποζημίωση, μια καλή μπίζνα βρε αδελφέ, με αφορμή λόγου χάρη την κατασκευή κέντρων φιλοξενίας…  


 


 

 

Και επειδή «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού»… Και επειδή «τι θα τους κάνουμε τους ανθρώπους και τις οικογένειες τους, άπαξ και εγκατασταθούν; Θα τους διώξουμε; Άνθρωποι πρώτα από όλα είναι και αυτοί…», θα ανοίξουμε και σχολεία για να λάβουν μια σωστή, πολυπολιτισμική, μειονοτική παιδεία, ώστε να αφομοιωθούν με επιτυχία στο γεωγραφικό μωσαϊκό με το εύκρατο κλίμα που κάποτε το ονόμαζαν Ελλάδα.


 


 

Το τι επιχειρείται είναι ηλίου φαεινότερο: 


 


 

Α) Αλλαγή λαού και περιχαράκωσή του σε γκέτο με σύνορα πολλαπλασιαζόμενα εντός της ίδιας επικράτειας. Κατασκευή εθνοτικών μειονοτικών πληθυσμών. Καλλιέργεια με το ζόρι του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας στον εγχώριο ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος ήταν ανέκαθεν φιλόξενος. Διάλυση και κατακερματισμός της κοινωνίας, αφού δίπλα σε συρρικνωμένους αριθμητικά πληθυσμούς πολιτισμικά ομοίων Ελλήνων πολιτών, γερασμένων ηλικιακά, θα τοποθετούνται εθνότητες νέων ανθρώπων, σε παραγωγική ηλικία, μουσουλμανικής κυρίως κουλτούρας και νοοτροπίας, με ότι αυτό συνεπάγεται ως προς το μαχητικό και δυναμικό τους φρόνημα.  


 


 

  

Β) Ισχυροποίηση της μορφής του κράτους, που εμφανίζεται και οργανώνεται σταδιακά εδώ και 50 – 60 χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, το κράτος που έχει προκύψει τα τελευταία 60 χρόνια δεν είναι εθνικό. Είναι ένα τοπικό κράτος στην υπηρεσία των διεθνών αγορών, των ολιγαρχών και των οικονομικών ελίτ, δηλαδή πρόκειται για ένα κράτος που στρέφεται συστηματικά κατά του λαού του και ιδίως κατά των μικρομεσαίων κοινωνικών τάξεων, των οποίων οργανώνει συστηματικά την φτωχοποίηση. Το κράτος αυτό είναι ανεκτικό με οτιδήποτε διασπά την κοινωνική, ηθική, πολιτισμική, πολιτική συνοχή της κοινωνίας. Δηλαδή, με τους παραβάτες, τις μαφίες με τις οποίες διασυνδέεται,  τους εισαγόμενους «παράτυπους μετανάστες», τις κάθε λογής διαφορετικότητες που εμφανίζονται στο πολιτικό προσκήνιο και απαιτούν την αναγνώριση των μειονοτικών δικαιωμάτων τους κλπ. Με άλλα λόγια, έχει συντελεστεί μια πολιτική αντεπανάσταση που μετέτρεψε τα πάλαι ποτέ αστικά εθνικά κράτη σε τοπικούς τοποτηρητές στην υπηρεσία ενός εν δυνάμει παγκόσμιου κράτους.


 


 

Τελικά, αυτό που προκύπτει ως αποτέλεσμα των δυο προαναφερόμενων διεργασιών αλλαγής είναι πως πολιτικά, οι λαοί δεν πιστεύουν πια στον εαυτό τους και όταν προσπαθούν να αντισταθούν, αναφερόμενοι λόγου χάρη στην ιστορία τους ή στην σύνδεση της δημοκρατίας με την «βούληση των πολλών», καταγγέλλονται ως αντιδραστικοί, ρατσιστές, εθνικιστές κλπ. από τους μηχανισμούς του ίδιου του κράτους που υποτίθεται τους εκπροσωπεί.


 


 

 Όπως το επισημαίνει ο διάσημος ιστορικός Emanuel Todd στο τελευταίο βιβλίο του «Η ήττα της Δύσης», «τα πρώην εθνικά κράτη και οι κοινωνικές ελίτ που τα ελέγχουν πολιτικά, απεχθάνονται τον παραδοσιακό ιστορικό λαό τόσο πολύ, που δηλώνουν πλέον απροκάλυπτα την προτίμησή τους για την  ΜΑΕΜ (Μαύρη Ασιατική Εθνοτική Μειονότητα – BAME: BLACK ASIAN MINORITY ETHNIC)». Αφού οι ιστορικοί λαοί δεν διαλύονται ως συλλογικές συνειδήσεις τόσο εύκολα, για να μεταβληθούν  σε ένα εξατομικευμένο, νομαδικό πλήθος (όπως προέβλεπε ο Νέγκρι στο βιβλίο του Αυτοκρατορία), τότε, γι’ αυτές τις κοινωνικές και οικονομικές ελίτ, είναι ίσως προτιμότερο οι λαοί της Ευρώπης να συρρικνωθούν ποσοτικά, τόσο όσο χρειάζεται, για να πάψουν να είναι πλειοψηφικοί στα εδάφη που ζούσαν ιστορικά, δηλαδή να γίνουν μειοψηφία στον τόπο τους. Σε αυτές τις συνθήκες δημογραφικής συρρίκνωσης και πολιτικοπολιτισμικής μετάβασης, φτάνουμε σε μια Ευρώπη mad max: γεμάτη επεισόδια καθημερινών μειονοτικών συγκρούσεων, βανδαλισμών και βίας. Η πολυπολιτισμικότητα είναι και θα είναι συγκρουσιακή.


 


 

Το βλέπουμε σχεδόν καθημερινά σε όλο το Δυτικό κόσμο. Επί παραδείγματι, πριν από δυο- τρεις μήνες, στη Γαλλία, όπου εφαρμόζεται ακριβώς το ίδιο πρόγραμμα εποικισμού της επαρχίας από εισαγόμενους αλλοδαπούς, καταδικάστηκε μια συμμορία φανατικών Ισλαμιστών σε πολυετείς φυλακίσεις, όταν συνελήφθησαν από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία, λίγο πριν πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους να εκτελέσουν σε μια νύχτα όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους (άντρες, γυναίκες, παιδιά, γέρους), ενός μικρού απομονωμένου χωριού της Βρετάνης (περιοχή Βρέστης). Το «ανθρωπιστικό»  σχέδιο της «δημοκρατικής» γαλλικής κυβέρνησης (πανομοιότυπο με το αντίστοιχο ελληνικό που εισηγείται η κυβέρνηση της ΝΔ), ήταν να επανακατοικηθεί η «εγκαταλελειμμένη ύπαιθρος» με μετανάστες που αιτούνται άσυλο, δημιουργώντας γκέτο, χωρίς προφανώς να ερωτηθεί η τοπική κοινωνία και η τοπική αυτοδιοίκηση…


 


 

Παράλληλα, ένα σημαντικό τμήμα της δυτικής κοινής γνώμης, πολυάριθμο στις νεότερες σχετικά ηλικίες, απέχει, αγνοεί ή αδιαφορεί για τέτοιου είδους ζητήματα. Μοιάζει να ζει σε ένα ψευδεπίγραφα ειρηνικό και πολιτικά αδιάφορο κλίμα, με δόσεις ψευτοανθρωπισμού και αφ’ υψηλού αλληλεγγύης προς τους κατατρεγμένους αυτού του πλανήτη, «δεύτερης κατηγορίας πολίτες του κόσμου». Είναι εκείνο το τμήμα της κοινωνίας που αφού αναβαθμίστηκε κοινωνικά πτυχιοποιούμενο από κάποιο ΑΕΙ, θεώρησε πως ψευτοπροοδευτικές δηλώσεις τύπου «τα τσιγάρα είναι λαθραία και όχι οι άνθρωποι», καταδεικνύουν την ψυχοδιανοητική ανωτερότητα ενός εγγράμματου κοινωνικού «επιστήμονα». Το ίδιο τμήμα της κοινωνίας δεν αισθάνεται ότι κάποιες ιστορικά θεμελιωμένες αντιπαλότητες ή εχθρότητες το αφορούν. Δεν θα πρέπει εξάλλου να υποτιμήσουμε την σημασία της άγνοιας, του ανιστορισμού, ίσως και της έλλειψης πολιτικής και φιλοσοφικής παιδείας στις στάσεις,  στις συμπεριφορές και στις επιλογές lifestyle πολλών σύγχρονων δυτικών ανθρώπων. Πολλοί από αυτούς δεν έχουν ιστορική μέθοδο σκέψης. Είναι συνεπώς ανίκανοι να κάνουν ιστορικές συγκρίσεις ή να βρουν κάποιες αναλογίες ανάμεσα στα φαινόμενα του παρόντος και του παρελθόντος. Δεν έχουν άμυνες απέναντι στα ιδεολογήματα της επίσημης προπαγάνδας. Άλλωστε, να θυμίσουμε ότι πριν λίγες δεκαετίες δεν χρειαζόταν να κάνει κανείς ένθερμα πατριωτικά ή κοινωνικά κηρύγματα για να κινητοποιήσει την κοινή γνώμη γύρω από παρόμοια πολιτικά, κοινωνικά και δημογραφικά ζητήματα. Η προστασία των «βωμών και των εστιών» ήταν αυτονόητη και συνυφασμένη με την αυτοσυντήρηση του κάθε λαού.


 


 

Κλείνοντας με την αίσθηση ενός πολιτικού «τετέλεσται»,  θα σημειώναμε πως σήμερα, μοιάζει να επανέρχεται περισσότερο επίκαιρος από ποτέ ο προφητικός τίτλος του δοκιμίου του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σαν Χώρα», όπως και τα γραφόμενα του:  


 


 

      

«Την χρονιά εκείνη καμιά γυναίκα δεν έπιασε παιδί. Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, μέχρι πού συμπληρώθηκε γενιά χωρίς καμιά καινούργια γενιά να ‘ρθει στον κόσμο. (...) Εκτός απ’ ολιγάριθμες εξαιρέσεις βίαιων αντιδράσεων σ’ αυτή την ξεθεμελιωτική συμφορά, που πολύ αργότερα ονομάστηκε Μεσαίωνας της Μήτρας (πυρπολισμοί δημόσιων κτηρίων, καταστροφές μνημείων και εθνικών συμβόλων, δολοφονικές επιθέσεις εναντίον προσώπων που οι επιτιθέμενοι τα θεωρούσαν υπεύθυνα για το κακό που τούς είχε βρει), όλοι οι άλλοι, μαθημένοι στην εγκράτεια, χαλιναγωγούσαν την απελπισία τους και περιόριζαν σε ιδιωτικούς χώρους τα ξεσπάσματα τού πανικού τους πού τούς έκανε να ξεσχίζουν την νύχτα τα μαξιλάρια με τα δόντια τους, να γράφουν έξαλλα κι ασυνάρτητα γράμματα στον Θεό ή στο ίδιο το κακό ικετεύοντάς το να υποχωρήσει ή απειλώντας το με κατά μέτωπο σύγκρουση μαζί του κατά το παράδειγμα τού Αγίου Γεωργίου, ώρες ολόκληρες να στέκονται ακίνητοι κι ανέκφραστοι μουρμουρίζοντας παλιά νοσταλγικά τραγούδια, να τρώνε λυσσωδώς τα νύχια τους μέχρι το κόκαλο ή να τραβάνε βαθειές ξυραφιές σε κρυφά κι ευαίσθητα σημεία του σώματος ώσπου να τρέξει τόσο αίμα όσο χρειαζόταν για να ικανοποιηθεί ή γενετήσια ανάγκη ανθρωποθυσίας ή αυτοτιμωρίας, πάντα πίσω από κλειδωμένες πόρτες, με τα φώτα συγκεντρωμένα μόνο σ' εκείνο το φλέγον σημείο με το έμβλημα της ανελέητης σφαγής, με την ίδια πάντα μουσική κανιβάλων να συνοδεύει την εξαγνιστική πράξη, με τον απέραντο λεκέ του αίματος πάντα στο ίδιο σημείο, έτσι που είχε με τον καιρό σχηματιστεί μέσα σε κάθε σπίτι ένα είδος βωμού στην τουαλέτα, στην κρεβατοκάμαρα ή στην κουζίνα όπου έβρισκε ο καθένας καταφύγιο και πλησμονή.» 


 


 *Ψυχολόγου MSc

  © Blogger templates Newspaper by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP