Της Λιλιάνας Δρίτσα (Διήγημα)
Κάποτε οι νύχτες στην πόλη ήταν όμορφες.
Γεμάτες ήχους, και μυρωδιές. Γεμάτες αγγίγματα και γεύσεις…
Μια μακρινή ανάμνησή τους ξεκουράζει ακόμα τη σκέψη του.
Οι ήχοι ήταν απαλοί, του γλύκαιναν τον ύπνο. Ήχοι σπιτίσιοι. Σαν το πλύσιμο των πιάτων στο νεροχύτη, σαν το νερό που τρέχει στο μπάνιο ή το κάρφωμα μιας οικογενειακής φωτογραφίας στον τοίχο του σαλονιού. Ήχοι σαν το καλοριφέρ που ανάβει, το τηλέφωνο που χτυπάει, την τηλεόραση που παίζει χωρίς να παρακολουθεί κανείς. Το κλειδί του πατέρα στην εξώπορτα.
Ήχοι ήμεροι…
Ύστερα ήταν οι μυρωδιές. Του καφέ που ψήνει η μάνα στη γειτόνισσα, της πατάτας που τηγανίζεται, της ναφθαλίνης στην ντουλάπα… Της κολόνιας του μεγάλου αδελφού που θα βγει με το κορίτσι του.
Ήταν το άγγιγμα της κουβέρτας στο μάγουλό του. Τα χείλη της μάνας στο μέτωπό του πριν κοιμηθεί. Τα πλακάκια κάτω απ’τα γυμνά του πόδια όταν έβγαινε, ενώ οι άλλοι κοιμόνταν, στο μπαλκόνι του.
Κι η γεύση της οδοντόκρεμας- μέντα , σαν τις πράσινες καραμελλίτσες που έπαιρνε από το ψιλικατζίδικο…
Μεγάλωνε.
Κι ακολουθούσαν άλλοι ήχοι, κι άλλες μυρωδιές, γεύσεις, αγγίγματα… Πάντα της νύχτας. Ήταν τότε οι αισθήσεις του πιο οξυμένες, το μυαλό πιο καθαρό, κι αποτυπώνονταν ανεξίτηλα μέσα του.
Γενέθλια και γιορτές, το πρώτο του τσιγάρο, κάλαντα και βεγγαλικά, χειραψίες, φιλιά, συγχαρητήρια… Σαμπάνιες που ανοίγουν-για το πτυχίο του, σφηνάκια στην μπαρότσαρκα με τους φίλους-για την πρώτη του δουλειά…
Ένα νεανικό κορμί σφιγμένο πάνω στο δικό του-πώς την έλεγαν; Τα μαλλιά της μύριζαν βροχή …
Η μυρωδιά του παιδιού του όταν το πρωτοπήρε αγκαλιά. Και το απαλό χνούδι στο ροζ κεφαλάκι κάτω απ’ την παλάμη του…
Ύστερα…
Κάτι άρχισε να γίνεται λάθος.
Άργησε να το καταλάβει.
Πως κάτι άλλαζε.
Παρά τη θέλησή του. Χωρίς τη συμμετοχή του- όχι συνειδητά.
Ο χώρος του άρχισε να γεμίζει απουσίες. Ο χρόνος του κενά.
Οι νύχτες του άρχισαν να χάνουν το άρωμά τους, οι ήχοι τη σημασία τους.
Λίγο-λίγο. Ύπουλα. Σαν κάποιος, κάποιος ισχυρός σαν τη μοίρα, να τον επιβουλευόταν. Σα να έπρεπε, από κάποια νομοτέλεια, να τα χάσει όλα. Κι έβλεπε τη ζωή του να φεύγει χωρίς αυτόν, απλός θεατής σ’ένα έργο θλιβερό, καρφωμένος στην καρέκλα του.
Άρχισε να πιστεύει πως δεν μπορούσε να παρέμβει, πως δεν εξαρτιόταν τίποτα απ’ αυτόν.
Αφέθηκε.
Φοβήθηκε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Δεν είχε χέρια πια.
Φοβήθηκε να κοιτάξει τον εαυτό του κατάματα. Δεν είχε εαυτό πια.
Δραπέτευσε από το σώμα του, από το μυαλό κι απ’ την ψυχή του. Λιποτάκτησε.
Μετανάστης στην ίδια του την πόλη, φυγάς στη χώρα του.
Τώρα , σώμα και μυαλό αρνούνται το ρόλο τους, δεν συμμετέχουν.
Οι αισθήσεις , συνωμότες, τον αφήνουν μετέωρο. Όλα γύρω του ασάλευτα τον παρατηρούν, τον προκαλούν:
-Ποιος είσαι; Πού πας; Τι θυμάσαι;
Κι αυτός προσπαθεί του κάκου ν’ αποφύγει τον καταιγισμό απ’ τις επόμενες μνήμες, που αλύπητα τον σφυροκοπούν . Παλεύει να σπάσει το φράγμα, να γυρίσει πίσω, μα στέκεται αδύνατο. Θέλει να δραπετεύσει από το τώρα μα είναι ανίσχυρος πια.
Τώρα…
Η γεύση του αλκοόλ έντονη στο λαρύγγι του.
Η μυρωδιά από τα σκουπίδια του φέρνει αναγούλα.
Φρένα που στριγγλίζουν λίγα μέτρα μακριά.
Μια σκελετωμένη γάτα τρίβεται στα πόδια του.
Το κρύο μετριάζεται μέσα στον κάδο. Άλλωστε έχει τυλιχτεί καλά με χαρτόνια και νάυλον.
Και τα σκουπίδια παύουν να μυρίζουν όσο η νάρκη τον κυριεύει.
Ο τελευταίος ήχος του: Η μηχανή του σκουπιδιάρικου.
Το τελευταίο του άγγιγμα: Ένα κομμάτι γυαλί που του κόβει το χέρι καθώς τον ρουφάει το μηχάνημα.
Δεν έφτασε καν στο νοσοκομείο…
*Η Λιλιάνα Δρίτσα είναι συγγραφέας, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Το διαβάσαμε ΕΔΩ:
http://aristeroblog.gr/node/1561
Κάποτε οι νύχτες στην πόλη ήταν όμορφες.
Γεμάτες ήχους, και μυρωδιές. Γεμάτες αγγίγματα και γεύσεις…
Μια μακρινή ανάμνησή τους ξεκουράζει ακόμα τη σκέψη του.
Οι ήχοι ήταν απαλοί, του γλύκαιναν τον ύπνο. Ήχοι σπιτίσιοι. Σαν το πλύσιμο των πιάτων στο νεροχύτη, σαν το νερό που τρέχει στο μπάνιο ή το κάρφωμα μιας οικογενειακής φωτογραφίας στον τοίχο του σαλονιού. Ήχοι σαν το καλοριφέρ που ανάβει, το τηλέφωνο που χτυπάει, την τηλεόραση που παίζει χωρίς να παρακολουθεί κανείς. Το κλειδί του πατέρα στην εξώπορτα.
Ήχοι ήμεροι…
Ύστερα ήταν οι μυρωδιές. Του καφέ που ψήνει η μάνα στη γειτόνισσα, της πατάτας που τηγανίζεται, της ναφθαλίνης στην ντουλάπα… Της κολόνιας του μεγάλου αδελφού που θα βγει με το κορίτσι του.
Ήταν το άγγιγμα της κουβέρτας στο μάγουλό του. Τα χείλη της μάνας στο μέτωπό του πριν κοιμηθεί. Τα πλακάκια κάτω απ’τα γυμνά του πόδια όταν έβγαινε, ενώ οι άλλοι κοιμόνταν, στο μπαλκόνι του.
Κι η γεύση της οδοντόκρεμας- μέντα , σαν τις πράσινες καραμελλίτσες που έπαιρνε από το ψιλικατζίδικο…
Μεγάλωνε.
Κι ακολουθούσαν άλλοι ήχοι, κι άλλες μυρωδιές, γεύσεις, αγγίγματα… Πάντα της νύχτας. Ήταν τότε οι αισθήσεις του πιο οξυμένες, το μυαλό πιο καθαρό, κι αποτυπώνονταν ανεξίτηλα μέσα του.
Γενέθλια και γιορτές, το πρώτο του τσιγάρο, κάλαντα και βεγγαλικά, χειραψίες, φιλιά, συγχαρητήρια… Σαμπάνιες που ανοίγουν-για το πτυχίο του, σφηνάκια στην μπαρότσαρκα με τους φίλους-για την πρώτη του δουλειά…
Ένα νεανικό κορμί σφιγμένο πάνω στο δικό του-πώς την έλεγαν; Τα μαλλιά της μύριζαν βροχή …
Η μυρωδιά του παιδιού του όταν το πρωτοπήρε αγκαλιά. Και το απαλό χνούδι στο ροζ κεφαλάκι κάτω απ’ την παλάμη του…
Ύστερα…
Κάτι άρχισε να γίνεται λάθος.
Άργησε να το καταλάβει.
Πως κάτι άλλαζε.
Παρά τη θέλησή του. Χωρίς τη συμμετοχή του- όχι συνειδητά.
Ο χώρος του άρχισε να γεμίζει απουσίες. Ο χρόνος του κενά.
Οι νύχτες του άρχισαν να χάνουν το άρωμά τους, οι ήχοι τη σημασία τους.
Λίγο-λίγο. Ύπουλα. Σαν κάποιος, κάποιος ισχυρός σαν τη μοίρα, να τον επιβουλευόταν. Σα να έπρεπε, από κάποια νομοτέλεια, να τα χάσει όλα. Κι έβλεπε τη ζωή του να φεύγει χωρίς αυτόν, απλός θεατής σ’ένα έργο θλιβερό, καρφωμένος στην καρέκλα του.
Άρχισε να πιστεύει πως δεν μπορούσε να παρέμβει, πως δεν εξαρτιόταν τίποτα απ’ αυτόν.
Αφέθηκε.
Φοβήθηκε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Δεν είχε χέρια πια.
Φοβήθηκε να κοιτάξει τον εαυτό του κατάματα. Δεν είχε εαυτό πια.
Δραπέτευσε από το σώμα του, από το μυαλό κι απ’ την ψυχή του. Λιποτάκτησε.
Μετανάστης στην ίδια του την πόλη, φυγάς στη χώρα του.
Τώρα , σώμα και μυαλό αρνούνται το ρόλο τους, δεν συμμετέχουν.
Οι αισθήσεις , συνωμότες, τον αφήνουν μετέωρο. Όλα γύρω του ασάλευτα τον παρατηρούν, τον προκαλούν:
-Ποιος είσαι; Πού πας; Τι θυμάσαι;
Κι αυτός προσπαθεί του κάκου ν’ αποφύγει τον καταιγισμό απ’ τις επόμενες μνήμες, που αλύπητα τον σφυροκοπούν . Παλεύει να σπάσει το φράγμα, να γυρίσει πίσω, μα στέκεται αδύνατο. Θέλει να δραπετεύσει από το τώρα μα είναι ανίσχυρος πια.
Τώρα…
Η γεύση του αλκοόλ έντονη στο λαρύγγι του.
Η μυρωδιά από τα σκουπίδια του φέρνει αναγούλα.
Φρένα που στριγγλίζουν λίγα μέτρα μακριά.
Μια σκελετωμένη γάτα τρίβεται στα πόδια του.
Το κρύο μετριάζεται μέσα στον κάδο. Άλλωστε έχει τυλιχτεί καλά με χαρτόνια και νάυλον.
Και τα σκουπίδια παύουν να μυρίζουν όσο η νάρκη τον κυριεύει.
Ο τελευταίος ήχος του: Η μηχανή του σκουπιδιάρικου.
Το τελευταίο του άγγιγμα: Ένα κομμάτι γυαλί που του κόβει το χέρι καθώς τον ρουφάει το μηχάνημα.
Δεν έφτασε καν στο νοσοκομείο…
*Η Λιλιάνα Δρίτσα είναι συγγραφέας, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Το διαβάσαμε ΕΔΩ:
http://aristeroblog.gr/node/1561