Του Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη
Εδώ θα μείνει για πάντα
Το ζεστό το πέρασμά σου
Φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα
Βόλτα στον πεζόδρομο της πόλης, ο καιρός μουντός, ο κόσμος λίγος για Κυριακή πριν τα Χριστούγεννα, και τα πρόσωπα σκυθρωπά. Σκυθρωπά με το βλέμμα χαμένο.
Τρεις πλανόδιοι μουσικοί από το Περού στήνουν τη μικροφωνική τους για να δώσουν τη δική τους μουσική παράσταση. Ο κόσμος τους κοιτάει περίεργα μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας για την απόπειρα των τριών μουσικών.
«Άλλη όρεξη δεν είχαμε σήμερα. Να ακούσουμε εσάς περιμέναμε.»
Καθίσαμε δίπλα στο «Εν Οδώ» με σκοπό να πιούμε έναν καφέ μα τελικά συμφωνήσαμε, με τα μάτια, πως ήταν καλύτερα, ένεκα του κρύου καιρού, να πιούμε ένα τσιπουράκι.
Οι μουσικοί είχαν ήδη ξεκινήσει και το τραγούδι από το Περού διαδεχόταν το άλλο από την Κολομβία και αυτό με τη σειρά του διαδεχόταν το επόμενο από την Κούβα. Σιγά-σιγά άρχισε να μαζεύεται κόσμος, τόσο στον πεζόδρομο όσο και στις γύρω καφετέριες και μεζεδοπωλεία.
Η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε. Μαζί ζεστάθηκαν λίγο και οι καρδιές των ανθρώπων. Κάπου-κάπου από τους ανθρώπους στα τραπέζια ακουγόταν και κανένα «Άντε, εις υγείαν» και «Να καούν οι τρόικες».
Η ώρα περνούσε, οι τρεις μουσικοί εισέπρατταν συνεχώς το χειροκρότημα του κόσμου που τώρα είχε κλείσει και το δρόμο ήπιας κυκλοφορίας και κάποιοι νεαροί άρχισαν να λικνίζονται σιγά-σιγά στους ρυθμούς της λατινικής μουσικής. Η γκρίνια είχε σταματήσει. Ακόμη και αυτοί που πριν δυσανασχετούσαν τώρα τους έβλεπες να απολαμβάνουν τους ήχους των πλανόδιων μουσικών και κάπου-κάπου άφηναν και το κορμί τους να ακολουθεί δειλά το ρυθμό.
Ο ένας από τους μουσικούς, ο Κάρλος, στο διάλλειμα που έκαναν, μας είπε πως εμείς οι Έλληνες έχουμε ταπεραμέντο που μοιάζει περισσότερο με τους λαούς της Λατινικής Αμερικής, παρά με τους λαούς της Ευρώπης.
«Σιγά μην είμαστε και Ινδιάνοι», σχολίασε ο ίδιος κύριος που γκρίνιαζε και στην αρχή με το που τους είδε.
Οι μουσικοί ξανάπιασαν τα όργανά τους και άρχισαν το δεύτερο μέρος της παράστασής τους προσφέροντας λίγες στιγμές χαράς και ξενοιασιάς τόσο στους διερχόμενους όσο και σε όσους είχαν σταθεί για να ακούσουν όλα τα τραγούδια. Τα μαγαζιά τριγύρω είχαν γεμίσει και δεν υπήρχε κάθισμα άδειο ούτε για δείγμα.
Σε μια στιγμή, από κάποιο τραπέζι στο διπλανό μαγαζί, και ενώ είχε μόλις τελειώσει ένα τραγούδι, ακούστηκε μια «παραγγελιά».
«Παίξτε το Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα», ακούστηκε η φωνή του νεαρού και μια βουή συγκατάβασης απλώθηκε σε όλο τον πεζόδρομο. Ακόμη και ο «γκρινιάρης» κύριος, ζητούσε τον «Τσε Γκεβάρα».
Οι τρεις Περουβιανοί μουσικοί, ανταποκρίθηκαν αμέσως, λες και περίμεναν πώς και πώς να τους το ζητήσουν ή καλύτερα λες και όλη την ώρα έπαιζαν μόνο και μόνο για να έρθει η στιγμή να παίξουν το «Τσε Γκεβάρα».
Ο πεζόδρομος ταρακουνήθηκε από το τραγούδισμα της υπαίθριας χορωδίας που δημιουργήθηκε από τους παρευρισκόμενους και όλη η περιοχή γύρω από τον πεζόδρομο αντηχούσε όταν έφτανε η στιγμή να τραγουδήσουν το «Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα».
Το τέλος του τραγουδιού σήμανε και το τέλος της σύντομης αυτής υπαίθριας «συναυλίας» το οποίο συνοδεύτηκε και από ένα δυο αντιμνημονιακά συνθήματα που βγήκαν αυθόρμητα από τα στόματα ορισμένων. Οι περισσότεροι βέβαια, έφευγαν από τον πεζόδρομο, σιγοψιθυρίζοντας τις τρεις γνωστές λέξεις: «Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα».
Αν μπορέσουμε να εξηγήσουμε τι ήταν εκείνο που έκανε όλο αυτόν τον κόσμο να τραγουδήσει αυθόρμητα το παραπάνω τραγούδι ίσως βρούμε και την άκρη του νήματος που οδηγεί στη μαζική αντίδραση στα όσα γίνονται.
Εσύ που ανάβεις τ’αστέρια
Της μνήμης φτιάχνεις τον χάρτη
Και περνάς μέσα απ’την στάχτη
Την ελπίδα σ’άλλα χέρια
ΠΗΓΗ:
http://kyrgiakischristos.wordpress.com/
Εδώ θα μείνει για πάντα
Το ζεστό το πέρασμά σου
Φωτιά που ανάβει η ματιά σου
Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα
Βόλτα στον πεζόδρομο της πόλης, ο καιρός μουντός, ο κόσμος λίγος για Κυριακή πριν τα Χριστούγεννα, και τα πρόσωπα σκυθρωπά. Σκυθρωπά με το βλέμμα χαμένο.
Τρεις πλανόδιοι μουσικοί από το Περού στήνουν τη μικροφωνική τους για να δώσουν τη δική τους μουσική παράσταση. Ο κόσμος τους κοιτάει περίεργα μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας για την απόπειρα των τριών μουσικών.
«Άλλη όρεξη δεν είχαμε σήμερα. Να ακούσουμε εσάς περιμέναμε.»
Καθίσαμε δίπλα στο «Εν Οδώ» με σκοπό να πιούμε έναν καφέ μα τελικά συμφωνήσαμε, με τα μάτια, πως ήταν καλύτερα, ένεκα του κρύου καιρού, να πιούμε ένα τσιπουράκι.
Οι μουσικοί είχαν ήδη ξεκινήσει και το τραγούδι από το Περού διαδεχόταν το άλλο από την Κολομβία και αυτό με τη σειρά του διαδεχόταν το επόμενο από την Κούβα. Σιγά-σιγά άρχισε να μαζεύεται κόσμος, τόσο στον πεζόδρομο όσο και στις γύρω καφετέριες και μεζεδοπωλεία.
Η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε. Μαζί ζεστάθηκαν λίγο και οι καρδιές των ανθρώπων. Κάπου-κάπου από τους ανθρώπους στα τραπέζια ακουγόταν και κανένα «Άντε, εις υγείαν» και «Να καούν οι τρόικες».
Η ώρα περνούσε, οι τρεις μουσικοί εισέπρατταν συνεχώς το χειροκρότημα του κόσμου που τώρα είχε κλείσει και το δρόμο ήπιας κυκλοφορίας και κάποιοι νεαροί άρχισαν να λικνίζονται σιγά-σιγά στους ρυθμούς της λατινικής μουσικής. Η γκρίνια είχε σταματήσει. Ακόμη και αυτοί που πριν δυσανασχετούσαν τώρα τους έβλεπες να απολαμβάνουν τους ήχους των πλανόδιων μουσικών και κάπου-κάπου άφηναν και το κορμί τους να ακολουθεί δειλά το ρυθμό.
Ο ένας από τους μουσικούς, ο Κάρλος, στο διάλλειμα που έκαναν, μας είπε πως εμείς οι Έλληνες έχουμε ταπεραμέντο που μοιάζει περισσότερο με τους λαούς της Λατινικής Αμερικής, παρά με τους λαούς της Ευρώπης.
«Σιγά μην είμαστε και Ινδιάνοι», σχολίασε ο ίδιος κύριος που γκρίνιαζε και στην αρχή με το που τους είδε.
Οι μουσικοί ξανάπιασαν τα όργανά τους και άρχισαν το δεύτερο μέρος της παράστασής τους προσφέροντας λίγες στιγμές χαράς και ξενοιασιάς τόσο στους διερχόμενους όσο και σε όσους είχαν σταθεί για να ακούσουν όλα τα τραγούδια. Τα μαγαζιά τριγύρω είχαν γεμίσει και δεν υπήρχε κάθισμα άδειο ούτε για δείγμα.
Σε μια στιγμή, από κάποιο τραπέζι στο διπλανό μαγαζί, και ενώ είχε μόλις τελειώσει ένα τραγούδι, ακούστηκε μια «παραγγελιά».
«Παίξτε το Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα», ακούστηκε η φωνή του νεαρού και μια βουή συγκατάβασης απλώθηκε σε όλο τον πεζόδρομο. Ακόμη και ο «γκρινιάρης» κύριος, ζητούσε τον «Τσε Γκεβάρα».
Οι τρεις Περουβιανοί μουσικοί, ανταποκρίθηκαν αμέσως, λες και περίμεναν πώς και πώς να τους το ζητήσουν ή καλύτερα λες και όλη την ώρα έπαιζαν μόνο και μόνο για να έρθει η στιγμή να παίξουν το «Τσε Γκεβάρα».
Ο πεζόδρομος ταρακουνήθηκε από το τραγούδισμα της υπαίθριας χορωδίας που δημιουργήθηκε από τους παρευρισκόμενους και όλη η περιοχή γύρω από τον πεζόδρομο αντηχούσε όταν έφτανε η στιγμή να τραγουδήσουν το «Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα».
Το τέλος του τραγουδιού σήμανε και το τέλος της σύντομης αυτής υπαίθριας «συναυλίας» το οποίο συνοδεύτηκε και από ένα δυο αντιμνημονιακά συνθήματα που βγήκαν αυθόρμητα από τα στόματα ορισμένων. Οι περισσότεροι βέβαια, έφευγαν από τον πεζόδρομο, σιγοψιθυρίζοντας τις τρεις γνωστές λέξεις: «Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα».
Αν μπορέσουμε να εξηγήσουμε τι ήταν εκείνο που έκανε όλο αυτόν τον κόσμο να τραγουδήσει αυθόρμητα το παραπάνω τραγούδι ίσως βρούμε και την άκρη του νήματος που οδηγεί στη μαζική αντίδραση στα όσα γίνονται.
Εσύ που ανάβεις τ’αστέρια
Της μνήμης φτιάχνεις τον χάρτη
Και περνάς μέσα απ’την στάχτη
Την ελπίδα σ’άλλα χέρια
ΠΗΓΗ:
http://kyrgiakischristos.wordpress.com/