Στις 24 Σεπτεμβρίου 1984 διεπράχθη ένα στυγερό έγκλημα: ο 73χρονος συγγραφέας Αθανάσιος Διαμαντόπουλος δολοφονήθηκε αποτρόπαια με 97 κτυπήματα με σφυρί. Τα 94 από αυτά του πολτοποίησαν το κεφάλι.
Κατηγορήθηκε γι’ αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα ο Θανάσης Νάσιουτζικ.
Όπως ήταν φυσικό αυτή η άγρια δολοφονία συντάραξε την ελληνική κοινωνία.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης ανέλαβε, με σειρά κειμένων του στο «Έθνος», την «υπεράσπιση του Νάσιουτζικ» επιστρατεύοντας όλη την ευρυμάθειά του και μετατρέποντας τον Μαρξισμό σε ένα μωσαϊκό αλχημικών κατηγοριών.
Τότε έγραψα το παρακάτω κείμενο στο «Έθνος», όπου εργαζόμουν και εγώ.
«Ο Βασίλης Ραφαηλίδης είναι φίλος μου. Θεωρώ, ωστόσο, ότι η υπεράσπιση μιας επαναστατικής κοσμοαντίληψης στέκεται υπεράνω των προσωπικών δεσμών.
Ο φιλολογικός μαρξισμός
Οι θεωρητικοί του μαρξισμού και οι μεγάλοι ηγέτες των επαναστατικών κινημάτων έχουν τονίσει κατηγορηματικά ότι η φιλολογική, ακαδημαϊκή προσέγγιση και μελέτη μαρξισμού δεν αποτελεί καμιά εγγύηση για την ιδεολογική καθαρότητα και την πολιτική κατάρτιση.
Ο μαρξισμός μέσα στο «γυάλινο πύργο» των αποκομμένων διανοουμένων, μέσα στις πνευματικές αναζητήσεις και ακροβασίες των «Γραφείων» μεταμορφώνεται στο αντίθετό του: Σε μια θεωρία που αντικαθιστά τη ζωντανή πραγματικότητα σε φιλοσοφικές και ιδεολογικές φαντασιώσεις, με το σύστημα των «κατηγορικών προσταγών» και των αφηρημένων κανόνων.
Θεωρώ ότι σε αυτό το σφάλμα έχει παρασυρθεί ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Σε όλα τα κείμενά του, ιδιαίτερα σε αυτό για την «υπεράσπιση του Νάσιουτζικ», μπολιάζει το μαρξισμό με νιτσεϊσμό, τον μετατρέπει σε μια «αριστοκρατική» θεωρία, προνόμιο των ολίγων «εκλεκτών» του πνεύματος.
Οι «εκλεκτοί» από τη μια μεριά και η μάζα των ηλιθίων από την άλλη. Πάνω σε αυτήν την υπερταξική απλούστευση ο Β.Ρ. υφαίνει, με μεγάλη επιδεξιότητα ένα μωσαϊκό «ιδεών» που η κύρια λειτουργία τους συνίστανται: Στην εξαφάνιση του κοινωνικού κριτηρίου, τη διάλυση δηλαδή των ιστορικών και κοινωνικών κατηγοριών μέσα στα αξιώματα της τυπικής λογικής.
Περί λαϊκισμού
Το να καταδικάζει κανείς αφηρημένα το λαϊκισμό, περιοριζόμενος μόνο στις τυπικές του εκφράσεις, δεν σημαίνει ότι δεν τον αναπαράγει ιδεολογικά με άλλες μορφές.
Οι υλικοί όροι του λαϊκισμού είναι η μικροαστική τάξη η οποία αντιπροσωπεύει όχι μόνο την πλειοψηφία της αστικής κοινωνίας, αλλά και τον ενδιάμεσο εκείνο χώρο μέσα στον οποίο αμβλύνονται οι αντιθέσεις των δύο βασικών κοινωνικών τάξεων με συνακόλουθο αποτέλεσμα να φαντάζει, αυτή η «μεσαία τάξη» ότι βρίσκεται πάνω από τις ταξικές αντιθέσεις, πάνω από την ιστορία.
Η θεωρητική και ιδεολογική έκφραση της πρακτικής των μικροαστών είναι ο λαϊκισμός.
Η παραγωγή αυτής της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι έργο των μικροαστών θεωρητικών και διανοουμένων. Η διανοητική, συνεπώς, παραγωγή που υποτάσσει και σβήνει τις κοινωνικές αντιθέσεις και οριοθετήσεις μέσα στη γενική έννοια «λαός», που συμβάλλει στην κοινωνική, ιδεολογική και πολιτική αποχρωμάτωση των αντιθέσεων, που αντικαθιστά τις ταξικές έννοιες με υπερταξικές, που ανακηρύσσει, σύμφωνα με τον Μαρξ, το μικροαστό ως πρότυπο ανθρώπου, είναι ο λαϊκισμός.
Και το πρότυπο αυτό είναι: Ο άνθρωπος που ζητάει ατομικές και όχι συλλογικές λύσεις, που παίρνει την ατομική του πορεία σαν πορεία της ιστορίας, που αναγνωρίζει ως μόνη πραγματικότητα το «εγώ» του, που θεωρεί τον εαυτό του έξυπνο και τους άλλους ηλίθιους και πολλά άλλα…
Για να καταπολεμήσουμε, λοιπόν, ένα φαινόμενο, και για να μην το αναπαράγουμε με άλλες μορφές οι ίδιοι, δεν αρκεί η εξωτερική φωτογράφηση και οι αναθεματισμοί, αλλά η κοινωνική τοποθέτηση και η ταξική καθαρότητα.
Υπόθεση Νάσιουτζικ
Για το Νάσιουτζικ είναι πραγματικά γελοίο να αποφανθεί κανείς κατηγορηματικά, με τυπικά κριτήρια, για την αθωότητα ή την ενοχή του (αν και ο Β.Ρ. επιστρατεύει την ευρυμάθειά του για να αποδείξει το πρώτο).
Αυτό, όμως, που έχει ενδιαφέρον και πρέπει να εξεταστεί είναι το γιατί οι λαϊκές μάζες πιστεύουν στην ενοχή του Νάσιουτζικ.
Το σχήμα του Ραφαηλίδη είναι: Οι λαϊκές μάζες είναι αγράμματες, πνευματικά ανάπηρες, ΚΑΙ εκφράζουν τη «ζήλια» τους σε ένα «πνεύμα ανώτερο»!!!
Το σχήμα αυτό δεν είναι απλώς απλοϊκό, αλλά και επικαλύπτει τα κοινωνικά κίνητρα. Επιχειρεί να ερμηνεύσει κοινωνικά ζητήματα με τους νόμους της καθαρής ψυχολογίας και της άλγεβρας.
Οι λαϊκές μάζες, ιδιαίτερα οι εργατικές, έχουν ανεπτυγμένο, σε υψηλό βαθμό, ένα κοινωνικό αισθητήριο (ταξικό ένστικτο) από τις ζωντανές συλλογικές τους εμπειρίες, από την κοινωνική ανισότητα που βιώνουν καθημερινά, το οποίο τις περισσότερες φορές δεν λαθεύει.
Η θέση τους απέναντι στο Νάσιουζικ είναι μια αντίδραση που εκφράζει:
α). Τη δυσπιστία τους απέναντι στο Δίκαιο και τους νόμους του αστικού κράτους. Έχουν υποστεί και έχουν δει πολλά τα μάτια τους. Έχουν δει τις ταξικές διακρίσεις, ποιοι δικάζονται, ποιοι αθωώνονται και πόσοι απατεώνες και εγκληματίες καλύπτονται…
β). Τη δυσπιστία τους απέναντι στις «ανώτερες» σφαίρες της κοινωνίας, όπου η διαφθορά, το ψέμα, οι δολοπλοκίες και η εξαγορά αποτελούν τους κυρίαρχους κανόνες…
γ). Τη δυσπιστία τους προ το τμήμα εκείνο της διανόησης, το αποξενωμένο κοινωνικά, το ενσωματωμένο στους μηχανισμούς της εξουσίας, το διαβρωμένο εσωτερικά.
Μια διανόηση που αντιμετωπίζει το λαό όχι μόνο σαν τα κατώτατα παιδιά του Θεού, όχι μόνο σαν «χυδαία μάζα», αλλά και ανυψώνει τον παρακμασμένο ατομικισμό της σε θεότητα, κυριαρχείται από τη σκουριά των προσωπικών παθών και θεωρεί «αθλιότητα» τα κοινωνικά πάθη…
δ). Τη δυσπιστία τους προς την πνευματική ηγεσία του τόπου που είναι υποχωρητική, βολική και συμφιλιωτική απέναντι στην εξουσία και ταυτόχρονα απαιτητική, κακόβουλη και δόλια απέναντι στα λαϊκά κινήματα και τις επαναστατικές ιδέες…
ε). Τη δυσπιστία τους, τέλος, προς τον ίδιο το Νάσιουτζικ, για τον τρόπο της ζωής του, τις δραστηριότητές του και τις διασυνδέσεις του, καθώς και για τα μέσα που χρησιμοποίησε για την υπεράσπισή του…
Γίνεται φανερό ότι η δυσπιστία αυτή είναι υγιής και δυνητικά επαναστατική. Αν επιχειρεί να την εκφυλίσει και να την αξιοποιήσει η λαϊκίστικη δημαγωγία, γι’ αυτό δεν φταίνε οι λαϊκές μάζες, αλλά άλλοι και κυρίως …οι «μαρξιστές» που γυρίζουν την πλάτη στις μάζες, που δεν είναι σε θέση να προωθήσουν την ενστικτώδη κίνησή τους σε ανώτερες μορφές πολιτικής συνείδησης, που είναι φυλακισμένοι στο γυάλινο πύργο του «εγώ» τους…
Θα χρειαστεί να διευκρινιστούν ακόμα κάποια ζητήματα με τη μορφή των συνοπτικών παρατηρήσεων.
Παρατήρηση πρώτη
Στη μαρξιστική κοινωνιολογία το αρχικό σημείο της ανάλυσης είναι ο ταξικός προσδιορισμός του δεδομένου φαινομένου.
Βεβαίως στις περισσότερες περιπτώσεις ο απλός ταξικός ορισμός είναι ανεπαρκής. Είναι απαραίτητο να υπολογιστούν και παράγοντες δεύτερης και τρίτης σειράς. Αλλά για έναν που επικαλείται υστερικά το μαρξισμό η ανάλυση είναι αδύνατη δίχως τον κοινωνικό χαρακτηρισμό του φαινομένου που μελετάει.
Ο Ραφαηλίδης, ενώ δηλώνει σε όλου τους τόνους ότι είναι μαρξιστής, παρακάμπτει πάντα το αλφάβητο. Ο ταξικός άξονας περιστροφής του απουσιάζει από τα κείμενά του.
Αποτέλεσμα: Ασυνήθιστα ζικ-ζαγκ στην ανάλυση, αντιφάσεις, αυτοσχεδιασμοί, χάσματα, πηδήματα…
Παρατήρηση δεύτερη
Άξονας περιστροφής των κειμένων του Ραφαηλίδη είναι τα σοφιστικά τεχνάσματα του τύπου: Ευφυΐα-βλακεία, μόρφωση-αμάθεια, πνεύμα-μάζα και λοιπά τέτοια αλγεβρικά ευρήματα.
Η υπεραπλούστευση όμως αυτή κηδεύει τη μαρξιστική διαλεκτική και καταλήγει στην τυπολατρία και το φορμαλισμό του θετικισμού, στα εγκεφαλικά σχήματα που αντιπαραθέτουν τη Θεωρία με την Πράξη και οδηγούν στη φιλοσοφία της θέασης…
Σύμφωνα με την αντίληψη του Ραφαηλίδη η βλακεία, η ευφυΐα κ.λπ δεν είναι έννοιες κοινωνικά προσδιορισμένες αλλά υπεριστορικές και υπερταξικές. Με άλλα λόγια οι ιδιότητες της νόησης, η νόηση και το πνεύμα δεν είναι φαινόμενα ιστορικά και κοινωνικά διαμορφωμένα.
Ο μαρξισμός αρνείται αυτήν την αντίληψη. Έχει αποδείξει ότι το πνεύμα, η νόηση, ο συναισθηματικό κόσμος του ατόμου είναι προϊόντα κοινωνικά. Καθορίζονται, δηλαδή, από τις ανάγκες της κοινωνικής ζωής, από τη διαλεκτική της ιστορικής εξέλιξης.
Η «ατομικότητα» είναι μια εσώτερη συγχώνευση ιστορικών και κοινωνικών στοιχείων που υπάγονται στη φυλή, στο έθνος, στην τάξη, παροδικών ή θεσμοθετημένων.
Η «ατομικότητα» εκφράζεται στο μοναδικό χαρακτήρα αυτής της συγχώνευσης, στις αναλογίες αυτής της πνευματικής και ψυχολογικής σύνθεσης.
Η νόηση, λοιπόν, όπως και το συναίσθημα, όχι άμεσα, αλλά σε ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ, καθορίζονται από τους κοινωνικούς όρους αγωγής, ύπαρξης, εργασίας και οργάνωσης. Και οι κοινωνικοί όροι μέσα στην ιστορική ανθρωπότητα , είναι πρώτα απ’ όλα όροι ταξικής εξάρτησης.
Κατά τον ίδιο τρόπο δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στην τυπική γνώση την αλήθεια, στην ακαδημαϊκή μόρφωση και ευρυμάθεια με την ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ γνώση που είναι κοινωνική, όπως και η αλήθεια.
Η κατανόηση των πραγμάτων, δηλαδή η γνώση και η αλήθεια είναι ιστορικές διαδικασίες που βρίσκονται σε αμφίδρομη σχέση με την κοινωνική πρακτική…
Τρίτη παρατήρηση
Ο Μαρξ αποδείχνει στην «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» ότι «κάθε πράγμα, σε τελευταία αφαίρεση παρουσιάζεται σε τάξη (κατάσταση) λογικής κατηγορίας».
Και τονίζει: «Με τη δύναμη της αφαίρεσης, με την αφαίρεση της αφαίρεσης μετατρέπεται το κάθε τι σε σχήμα, σε “καθαρά” λογική φόρμουλα (τύπο)».
Όταν αφαιρείς, λοιπόν, από τα πράγματα, τις καταστάσεις και την Κίνηση τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά και ταξικά τους διακριτικά καταλήγεις στον καθαρό λόγο, στον τύπο, π.χ., της «βλακείας», της «μόρφωσης», της «μάζας» κ.λπ….
Με την αφαίρεση της Κίνησης, με την αφαίρεση της αφαίρεσης φτάνεις στην ΑΚΙΝΗΣΙΑ, στα μεταφυσικά απόλυτα των λέξεων και των εννοιών.
«Έτσι οι μεταφυσικοί που, κάνοντας τις αφαιρέσεις αυτές φαντάζονται πως κάνουν ανάλυση, και που, στο μέτρο που ξεμακραίνουν όλο και πιο πολύ απ’ τα αντικείμενα τόσο φαντάζονται πως τα πλησιάζουν στο σημείο να τα κατανοήσουν βαθιά, οι μεταφυσικοί αυτοί έχουν με τη σειρά τους δίκιο να λένε πως τα πράγματα εδώ κάτω είναι τα κεντήματα, που οι λογικές κατηγορίες αποτελούν τον καμβά τους» (Μαρξ).
Ένας μεταφυσικός, συνεπώς, δεν μπορεί παρά να αντικρίζει τις λαϊκές μάζες μέσα από τον τύπο που δίνει η Φυσική για τη «Μάζα», συνακόλουθα δεν μπορεί παρά να τις χλευάζει.
Ταυτόχρονα μεταθέτει στο λαό τις κοινωνικές αναπηρίες, τα ιδεολογικά προϊόντα και την ηλιθιότητα της ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ παραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος…
Τέταρτη παρατήρηση
Η μαρξιστική φιλολογία χρησιμοποιεί κατά κόρον και όχι προσβλητικά τον όρο «μάζα». Τον χρησιμοποιεί με την έννοια της συλλογικής δύναμης και ταξικής συνοχής. Γι’ αυτό μιλάει για προλεταριακές μάζες και μαζικά κινήματα…
Φυσικά για το μαρξισμό οι μάζες δεν είναι άψογες. Η εξιδανίκευσή τους είναι ολότελα ξένη προς αυτόν.
Ωστόσο, επειδή γνωρίζει τους νόμους κίνησης των λαϊκών μαζών διευκρινίζει: ΟΣΟΙ χλευάζουν και περιφρονούν τις λαϊκές μάζες εκφράζουν τη δική τους αποξένωση, τη δική τους παθητικότητα και ακινησία. Ο χλευασμός των μαζών, όπως η κολακεία των ταπεινών τους ενστίκτων (δημαγωγία) είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και οι δυο περιφρονούν το λαό, τον θέλουν υποταγμένο στις «αυθεντίες», στους «εκλεκτούς» της πολιτικής ή του πνεύματος.
Ο μαρξιστής διανοούμενος δεν «καταβαίνει» στο λαό από τα «ύψη» που στοχάζεται.
ΖΕΙ και δημιουργεί μέσα στο κοινωνικό σύνολο, συμμετέχει ενεργά στα κινήματα και γνωρίζει να υποτάσσει τις ατομικές του διαθέσεις στις ανάγκες της ιστορικής εξέλιξης. Οι νόμοι της ιστορίας δεν εξαρτώνται από τα ατομικά του γούστα…
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης δεν έχει καμιά σχέση με το μαρξισμό. Ακριβέστερα μετατρέπει το μαρξισμό σε νιτσεϊσμό.
Τη φιλοσοφία του Νίτσε εισάγει στο μαρξισμό. Είναι η φιλοσοφία της λατρείας του υπερανθρώπου, του «υπερ-εγώ», μια φιλοσοφία που θεωρεί την υποταγή του ατόμου σε οποιονδήποτε μεγάλο κοινωνικό σκοπό χυδαία και αξιοκαταφρόνητη.
Ο νιτσεϊσμός είναι η πραγματική κοσμοαντίληψη των «εκλεκτών» διανοούμενων οι οποίοι ανάγουν τα «πάθη» της προσωπικής τους σκουριάς σε θεότητα και τις λαϊκές μάζες σε «τέρας»…
ΟΛΑ τα κείμενα είναι συγκεντρωμένα ΕΔΩ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=4775