Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη
Σήμερα συμπληρώνεται ο τρίτος μήνας από τότε που ο φίλος μας κρατάει μόνο για τον εαυτό του αυτό το φοβερό μυστικό. Δεν μπόρεσε, ή μάλλον δεν θέλησε να το μοιραστεί με κανέναν. Ούτε με φίλο, ούτε με γνωστό, ούτε με συγγενή. Όμως είχε φτάσει πια στα όριά του. Ένιωθε πως δεν θα μπορούσε να το κρατήσει άλλο μέσα του. Τον έπνιγε, μέρα τη μέρα του έτρωγε τα σωθικά.
Είχε δίκιο τελικά ο παππούς του που έλεγε συχνά πώς οι αρρώστιες των σπλάχνων είναι αρρώστιες ψυχής. Αυτούς τους τελευταίους μήνες, αισθανόταν πολύ συχνά πόνους στα σπλάχνα του ενώ ποτέ άλλοτε δεν είχε τέτοιου είδους ενοχλήσεις.
Όλα ξεκίνησαν πριν από ένα χρόνο περίπου, όταν το αφεντικό του, του ανακοίνωσε πως στο εξής θα τον χρειαζόταν μόνο τις τέσσερις από τις πέντε μέρες της εβδομάδας, γιατί οι παραγγελίες είχαν μειωθεί άρα και τα δρομολόγια θα ακολουθούσαν μια αντίστοιχη μείωση. Του είπε επίσης πως όλοι οι οδηγοί το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και πως αν ήθελε θα μπορούσε να ψάξει αλλού για δουλειά αρκεί να του υπέβαλλε την παραίτησή του γιατί εκείνος δεν του πήγαινε η καρδιά να τον διώξει. Βέβαια του υπενθύμισε επίσης πως θα υπήρχε και μια αντίστοιχη μείωση στο μισθό του αφού θα μειωνόταν οι μέρες εργασίας του. Έτσι ήταν το δίκαιο.
Μετά από δυο με τρεις μήνες το αφεντικό του τον κάλεσε στο γραφείο του πάλι για να του πει πως θα έπρεπε να έρχεται μόνο για τρεις μέρες τη βδομάδα υπενθυμίζοντάς του πως θα υπάρχει και αντίστοιχη μείωση στο μισθό του.
Ο φίλος μας, 32 χρονών παλικάρι, ούτε στην πρώτη μα ούτε και στη δεύτερη μείωση είπε τίποτα σε κανέναν. Τους γονείς του δεν ήθελε να τους στεναχωρήσει. Είχαν κι αυτοί τα δικά τους. Μόλις που τα έφερναν βόλτα μετά από τις μειώσεις στις συντάξεις. Βάλε ότι κάποια φάρμακα δεν τα κάλυπτε πια το ταμείο, βάλε ότι κάποιες φορές πλήρωναν τους γιατρούς, περνούσαν πλέον δύσκολα οι μέρες.
Μα και στη Μυρσίνη δεν είπε ποτέ τίποτα. Σαν τι να της έλεγε; Πώς να της το ξεστόμιζε όταν εκείνη μετρούσε ήδη δύο μήνες στο ταμείο ανεργίας και περίμεναν και οι δύο μόνο από τον δικό του μισθό για να μπορέσουν, επιτέλους να ανοίξουν το δικό τους σπιτικό;
Είχε μαζέψει κάποια χρήματα στην άκρη με σκοπό να κάνει έκπληξη «στη Μυρσίνη του» τη μέρα του γάμου τους. Καημό το’ χε εκείνη, να πάει ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Έστω και για δυο μέρες. Δεν είχε πάει ποτέ της και το είχε όνειρο κάποτε να της συμβεί. Θα της το ανακοίνωνε αμέσως μετά τα στέφανα, μα όπως ήρθαν τα πράγματα, τα λεφτά του ταξιδιού φαγώθηκαν σιγά-σιγά όλο αυτό το διάστημα.
Τις μέρες που δεν δούλευε, ο φίλος μας έφευγε κανονικά από το σπίτι του, σαν να πήγαινε στη δουλειά του. Έπαιρνε τον ηλεκτρικό και κατέβαινε στο τέρμα στον Πειραιά. Το’ πιανε στη συνέχεια με τα πόδια δίπλα στην προκυμαία και χάζευε τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι.
Την πρώτη φορά που είχε μπει στο μικρό καφενείο του λιμανιού, «το λιμανάκι των καημών», το έκανε για να προφυλαχτεί από την απρόσμενη καταιγίδα που ξέσπασε και τον βρήκε να συνομιλεί με έναν ναύτη έξω από το πλοίο της γραμμής που περίμενε την ώρα για να φύγει για τα νησιά του Αιγαίου.
«Πάμε στο καφενείο μέχρι να περάσει η μπόρα» του είπε ο ναύτης και ο φίλος μας, από ευγένεια, δεν έφερε αντίρρηση. Σκέφτηκε να του πει πως η δική του μπόρα θα διαρκέσει πολύ, μα τι να του εξηγούσε τώρα και του ναύτη;
Το ένα ποτήρι κρασί έφερε το άλλο, η μία κουβέντα μπόλιαζε με την επόμενη και το ένα περιστατικό κοντά στο άλλο κεντούσε σαν πρόκα τις καρδιές τους.
Το κρασί σαν το πίνεις με φίλους είναι γιατρικό, μα σαν το πίνεις συντροφιά με τη μοναξιά, είναι σκέτο δηλητήριο. Κι εδώ σε τούτον τον μικρό καφενέ οι μοναξιές περίσσευαν. Κάθε θαμώνας κι από μία. Τι κι αν κάθονταν ο φίλος μας με το ναύτη στο ίδιο τραπέζι; Ο καθένας σήκωνε το δικό του σταυρό στον δικό του Γολγοθά.
Όλο και πιο συχνά ο φίλος μας περνούσε από το «λιμανάκι των καημών», πίνοντας πότε δύο, πότε τρία και πότε περισσότερα ποτήρια κρασί.
Είχε ακούσει τους μεγαλύτερους να λένε πως έπιναν για να ξεχνάνε μα πολύ σύντομα κατάλαβε πως πίνει κάποιος όχι για να ξεχνάει μα για να θυμάται. Κι εκείνος γι’ αυτό άρχισε να πίνει, για να θυμάται. Να θυμάται τα σχέδιά του, τα όνειρά του, τους στόχους του, τα θέλω του. Όμως, κάθε που άδειαζε το ένα ποτήρι και γέμιζε το άλλο, όλο και περισσότερο ένιωθε πως ήταν σα να έκανε μνημόσυνο στα σχέδιά του, στα όνειρά του, στους στόχους του και στα θέλω του.
Κάποιες φορές γυρνούσε στο σπίτι του ζαλισμένος, μη μπορώντας να σηκώσει το κορμί του. Τόσο πολύ είχε βαρύνει η ψυχή του που τα πόδια του δεν μπορούσαν να αντέξουν και λύγιζαν.
Μόλις περνούσε η ζάλη του κρασιού ένιωθε ντροπή, θλίψη και απογοήτευση. Τα έβαζε με τον εαυτό του, όχι άδικα, για την έλλειψη αυτοσυγκράτησης, μα δεν μπορούσε να βρει ένα φταίξιμο να ρίξει στον εαυτό του για το ότι έμεινε χωρίς δουλειά.
Ναι, σήμερα συμπληρώνονταν τρεις ολόκληροι μήνες από τότε που το αφεντικό του τον απέλυσε αφού δεν δέχθηκε την προσφορά που του έκανε να δουλεύει μία μέρα τη βδομάδα.
Βρέθηκε πάλι στο λιμάνι, έξω από την πόρτα του καφενείου, έτοιμος να πάει στη γνώριμη θέση του, εκεί δίπλα στο παράθυρο, παρέα με τη μοναξιά του και πίνοντας γουλιά-γουλιά το δηλητήριο. Κάτι φωνές που άκουσε, τον έκαναν να γυρίσει το κεφάλι και να δει το ναύτη να ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια καθώς τρεις λιμενικοί τον είχαν βάλει σε μια γωνία και τον χτυπούσαν ασταμάτητα με τα γκλομπς. Παραδίπλα γινόταν μάχη, σώμα με σώμα, ανάμεσα σε λιμενικούς και ναυτεργάτες.
Ο φίλος μας, δεν ανακατευόταν με πορείες, με διαδηλώσεις και τέτοια συναφή, μα το να βλέπει τρεις να χτυπάνε έναν μονάχο του δεν μπορούσε να το αντέξει. Όρμηξε με φόρα και έτσι γεροδεμένος καθώς ήταν τους πήρε αμπάριζα και τους τρεις λιμενικούς ελευθερώνοντας το ναύτη που προσπαθούσε αιμόφυρτος να συνέρθει.
Ουρλιάζοντας από την υπερένταση, δεν πρόσεξε πίσω του έναν τύπο που δεν είχε στολή λιμενικού και κρατούσε ένα μακρύ λοστάρι, ο οποίος αφού πλησίασε αρκετά, του έριξε μια δυνατή στον αυχένα και τον άφησε αναίσθητο δίπλα στον μισολιπόθυμο ναύτη.
Όταν ο φίλος μας ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, διαπίστωσε ότι βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, μη μπορώντας να κουνήσει το κορμί του ούτε τόσο δα.
Ο πατέρας του είπε πως τη γλύτωσε παρά τρίχα και η μάνα του πως τον βοήθησε ο Αη Νικόλας, μεγάλη η χάρη του. Η Μυρσίνη που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, τον παρακάλεσε, σαν γίνει πρώτα καλά, να σηκωθούν και να φύγουν. Να πάνε στο χωριό ή σε μια ξένη χώρα. Ο εκπρόσωπος του λιμενικού σώματος τον διαβεβαίωσε πως διατάχθηκε ΕΔΕ και μεταφέροντάς του τις ευχές του υπουργού για γρήγορη ανάρρωση του υποσχέθηκε πως το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο.
Ο ναύτης του είπε να μην πιστεύει τις υποσχέσεις των υπουργών γιατί τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.
Όμως ο φίλος μας είχε πάρει ήδη δύο σημαντικές αποφάσεις.
Κρασί θα ξανάπινε μόνο τη μέρα του γάμου του και σχετικά με το φευγιό είπε να μην τους κάνει τη χάρη. Δεν θα πήγαινε πουθενά. Θα έμενε εκεί και θα κέρδιζε τη ζωή με νύχια, με δόντια και αν χρειαστεί και με αίμα. Όπως γινόταν πάντα δηλαδή. Θα κέρδιζε τη ζωή όπως την κέρδισαν τόσοι και τόσοι άλλοι σαν κι αυτόν όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Τη μέρα που ο φίλος μας βγήκε από το νοσοκομείο, πήρε τη Μυρσίνη από το χέρι και χαιρετώντας τον ναύτη που ήρθε να του ευχηθεί «σιδερένιος» του είπε:
«Θα ξανανταμώσουμε να είσαι σίγουρος, αλλά όχι στο καφενείο»
Ο κύριος Χ απολύθηκε. Ε και;
Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη
Εκείνο το πρωινό δεν έμοιαζε σε τίποτα με τα προηγούμενα εκτός από την ένδειξη του ρολογιού τη στιγμή που άνοιγε την πόρτα για να βγει από το σπίτι.
Είπε σε όλους «καλημέρα», έκλεισε την πόρτα πίσω του καθώς έφευγε και πήγε προς τη στάση του λεωφορείου.
Ο αέρας λυσσομανούσε, επίτηδες θαρρείς, για να του επισημάνει πως η σημερινή μέρα δεν θα είναι όπως οι προηγούμενες.
Περίμενε το λεωφορείο της γραμμής το οποίο έφτασε στην ώρα του, χαιρέτισε τον οδηγό μπαίνοντας και κάθισε στο τελευταίο κάθισμα δίπλα στο παράθυρο για να μπορεί να πετάει έξω το απλανές βλέμμα του.
Κόσμος μπαινόβγαινε στο λεωφορείο καθώς για να κυλήσουν οι δουλειές και οι τροχοί χρειάζονται άνθρωποι, χέρια, νους και κυρίως ουσία, μεδούλι δηλαδή κανονικό.
Κανένας τους δεν μιλούσε, κανένας δεν κοίταζε γύρω του. Ούτε ένα χαμόγελο δεν έβλεπες σε κείνο το λεωφορείο. Τι στα κομμάτια; Λες και θα πλήρωνε φόρο όποιος χαμογελούσε. Αλλά πάλι, χαμογελάς έτσι χωρίς λόγο; Για να σπάσει έστω και λίγο το χείλι του ανθρώπου χρειάζεται μια ευχάριστη ανάμνηση, μια χαρούμενη σκέψη, μια όμορφη προσμονή. Όταν τίποτε από αυτά δεν υπάρχει τότε το χαμόγελο παραπέμπει σε ψυχική διαταραχή λένε οι ειδικοί.
Κατέβηκε στην επόμενη στάση και προχώρησε προς το κτήριο που βρισκόταν ακριβώς από πίσω. Πέρασε τη μεγάλη γυάλινη είσοδο του κτηρίου και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ, όπως κάθε μέρα εδώ και 20 περίπου χρόνια, μόνο που για πρώτη φορά, τα πόδια του δεν υπάκουαν. Στάθηκε καρφωμένος στο ίδιο σημείο για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι που η φωνή του άντρα της ασφάλειας του κτηρίου τον επανάφερε στα συγκαλά του.
Συνέχισε τη γνώριμη διαδρομή προς τον τρίτο όροφο του κτηρίου και έφτασε έξω από το γραφείο της διεύθυνσης της εταιρείας. Σκέφτηκε προς στιγμήν πως έκανε λάθος που δεν είπε τίποτα στη γυναίκα του και τα παιδιά του, αλλά γρήγορα κατέληξε πως αυτή ήταν η σωστή επιλογή. Κάτι άλλο περισσότερα προβλήματα θα δημιουργούσε παρά θα έλυνε.
Ο διευθυντής τον περίμενε με τα απαιτούμενα χαρτιά πάνω στο γραφείο του έτοιμα για υπογραφή. Ο δικηγόρος της εταιρείας, παρών κι αυτός, αποτελούσε την απαραίτητη ανθρώπινη προσθήκη στο ντεκόρ της απόλυσης που είχε αποφασιστεί.
«Λυπούμαστε κύριε Χ. Πραγματικά λυπούμαστε μα δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς», του είπε με φονικό χαμόγελο ο δικηγόρος.
«Η εταιρεία θα προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του προσωπικού και των μισθολογικών εξόδων με σκοπό να καταστεί βιώσιμη και ανταγωνιστική. Θα γίνουν περικοπές της τάξης του 50% για να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία της και να μην κλείσει τελείως. Σε μια τέτοια περίπτωση θα έχαναν όλοι τη δουλειά τους. Φαντάζομαι πως δεν θα θέλατε κάτι τέτοιο για τους συναδέλφους σας; Έχουν οικογένειες, παιδιά υποχρεώσεις. Έτσι δεν είναι κύριε Χ;», συνέχισε ο διευθυντής παίρνοντας τη σκυτάλη από τον δικηγόρο.
Ο κύριος Χ δεν απάντησε παρά κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω, δίνοντας στους άλλους να καταλάβουν πως πρέπει να κάνουν γρήγορα για να τελειώνουν.
«Σχετικά με την αποζημίωσή σας, νομίζω δεν θα είχατε αντίρρηση να σας χορηγηθεί, με βάση τις κείμενες νομοθεσίες φυσικά, σε 20 ισόποσες δόσεις; Ξέρετε, η εταιρεία δεν διαθέτει τη ρευστότητα που απαιτείται για να σας καταβληθεί η αποζημίωση εφάπαξ. Το καταλαβαίνετε, έτσι δεν είναι κύριε Χ;», ξαναπήρε το λόγο ο δικηγόρος.
Ο κύριος Χ, ξανακούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι, πήρε το χαρτί της αποζημίωσης στα χέρια και διαβάζοντάς το του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν από τα νεύρα. Το ποσό της αποζημίωσης που αναγραφόταν ήταν πολύ μικρότερο από αυτό που εκείνος είχε κατά νου.
«Μα…», προσπάθησε να ψελλίσει μια φράση αλλά ο δικηγόρος τον έκοψε.
«Είπαμε κύριε Χ. Όλα έγιναν σύμφωνα με τις κείμενες νομοθεσίες. Έχουν αλλάξει λίγο τα πράγματα, μην το ψάχνετε τώρα κι εσείς. Τι στο καλό, θα σας κοροϊδεύαμε ποτέ; Τόσα χρόνια συνεργάτης της εταιρείας;».
Μάζεψε ο κύριος Χ όλα τα χαρτιά που τον αφορούσαν, και με δυσκολία βάδισε προς την έξοδο. Μόλις που άκουσε πίσω του μια φωνή να του εύχεται «καλό κουράγιο». Χαμογέλασε με πίκρα χωρίς να μπορεί να προφέρει ούτε μία λέξη και σε λίγο βρέθηκε πάλι στη στάση να περιμένει το λεωφορείο της επιστροφής.
Άνοιξε την τσάντα του, έβγαλε ένα λευκό χαρτί και ένα στυλό και άρχισε να γράφει κάτι που το είχε διαβάσει πρόσφατα, αλλά δεν θυμόταν πού ακριβώς.
«Σήμερα, αποφασίζω να ξεκινήσω αγώνα ανυποχώρητο, μαζί με όλους όσους βρίσκονται στην ίδια μοίρα με μένα. Δεν ξέρω πόσοι θα ακολουθήσουν, πάντως εγώ το πήρα απόφαση. Έτσι δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω. Ντρέπομαι τον εαυτό μου, ντρέπομαι τα παιδιά μου. Για 20 χρόνια έκανα υπομονή και ανέχτηκα πολλά. Δεν μπορώ να ανεχτώ να μου κλέψουν όσα έφτιαξα όλα αυτά τα 20 χρόνια. Όποιος θέλει ας με ακολουθήσει».
Αφού διάβασε και ξαναδιάβασε τα όσα έγραψε, άφησε το χαρτί στο παγκάκι της στάσης, έκλεισε την τσάντα του και μπήκε στο λεωφορείο της επιστροφής.
Μετά από λίγα λεπτά της ώρας, το χαρτί βρισκόταν στα χέρια του δικηγόρου της εταιρείας, ο οποίος ακολούθησε τον κύριο Χ αφού συζήτησε για λίγη ώρα με το διευθυντή της εταιρείας.
Ο δικηγόρος δίπλωσε το χαρτί, το έβαλε στην τσέπη του και στη συνέχεια άνοιξε το χαρτοφύλακά του. Έβγαλα από μέσα τα έγγραφα που του είχε δώσει πριν από λίγο ο διευθυντής.
Ήταν τα έγγραφα της δικής του απόλυσης καθώς θα έπρεπε και ο ίδιος, για να μην απολυθούν όλοι, να θυσιαστεί όπως ακριβώς ο κύριος Χ.
Για πρώτη φορά ένιωσε πραγματικά τα συναισθήματα που προκαλούσε ο ίδιος στους απολυμένους, όταν τους εξηγούσε τους λόγους της απόλυσης.
Ξεδίπλωσε πάλι το χαρτί που είχε αφήσει ο κύριος Χ και έκανε μια προσπάθεια να προσθέσει σ’ αυτό κάποιες προτάσεις.
Κανένας δεν έμαθε τι απέγιναν ο κύριος Χ και ο δικηγόρος της εταιρείας, αν και δεν είναι δύσκολο να το φανταστούμε. Μια προσεκτική ματιά μόνο να ρίξουμε γύρω μας και ίσως κάπου να τους διακρίνουμε. Ίσως τον κύριο Χ, ίσως τον δικηγόρο, ίσως τον εαυτό μας.
ΠΗΓΗ:
http://kyrgiakischristos.wordpress.com/
Τα διηγήματα θα συγκεντρωθούν ΕΔΩ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=7861
Σήμερα συμπληρώνεται ο τρίτος μήνας από τότε που ο φίλος μας κρατάει μόνο για τον εαυτό του αυτό το φοβερό μυστικό. Δεν μπόρεσε, ή μάλλον δεν θέλησε να το μοιραστεί με κανέναν. Ούτε με φίλο, ούτε με γνωστό, ούτε με συγγενή. Όμως είχε φτάσει πια στα όριά του. Ένιωθε πως δεν θα μπορούσε να το κρατήσει άλλο μέσα του. Τον έπνιγε, μέρα τη μέρα του έτρωγε τα σωθικά.
Είχε δίκιο τελικά ο παππούς του που έλεγε συχνά πώς οι αρρώστιες των σπλάχνων είναι αρρώστιες ψυχής. Αυτούς τους τελευταίους μήνες, αισθανόταν πολύ συχνά πόνους στα σπλάχνα του ενώ ποτέ άλλοτε δεν είχε τέτοιου είδους ενοχλήσεις.
Όλα ξεκίνησαν πριν από ένα χρόνο περίπου, όταν το αφεντικό του, του ανακοίνωσε πως στο εξής θα τον χρειαζόταν μόνο τις τέσσερις από τις πέντε μέρες της εβδομάδας, γιατί οι παραγγελίες είχαν μειωθεί άρα και τα δρομολόγια θα ακολουθούσαν μια αντίστοιχη μείωση. Του είπε επίσης πως όλοι οι οδηγοί το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και πως αν ήθελε θα μπορούσε να ψάξει αλλού για δουλειά αρκεί να του υπέβαλλε την παραίτησή του γιατί εκείνος δεν του πήγαινε η καρδιά να τον διώξει. Βέβαια του υπενθύμισε επίσης πως θα υπήρχε και μια αντίστοιχη μείωση στο μισθό του αφού θα μειωνόταν οι μέρες εργασίας του. Έτσι ήταν το δίκαιο.
Μετά από δυο με τρεις μήνες το αφεντικό του τον κάλεσε στο γραφείο του πάλι για να του πει πως θα έπρεπε να έρχεται μόνο για τρεις μέρες τη βδομάδα υπενθυμίζοντάς του πως θα υπάρχει και αντίστοιχη μείωση στο μισθό του.
Ο φίλος μας, 32 χρονών παλικάρι, ούτε στην πρώτη μα ούτε και στη δεύτερη μείωση είπε τίποτα σε κανέναν. Τους γονείς του δεν ήθελε να τους στεναχωρήσει. Είχαν κι αυτοί τα δικά τους. Μόλις που τα έφερναν βόλτα μετά από τις μειώσεις στις συντάξεις. Βάλε ότι κάποια φάρμακα δεν τα κάλυπτε πια το ταμείο, βάλε ότι κάποιες φορές πλήρωναν τους γιατρούς, περνούσαν πλέον δύσκολα οι μέρες.
Μα και στη Μυρσίνη δεν είπε ποτέ τίποτα. Σαν τι να της έλεγε; Πώς να της το ξεστόμιζε όταν εκείνη μετρούσε ήδη δύο μήνες στο ταμείο ανεργίας και περίμεναν και οι δύο μόνο από τον δικό του μισθό για να μπορέσουν, επιτέλους να ανοίξουν το δικό τους σπιτικό;
Είχε μαζέψει κάποια χρήματα στην άκρη με σκοπό να κάνει έκπληξη «στη Μυρσίνη του» τη μέρα του γάμου τους. Καημό το’ χε εκείνη, να πάει ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Έστω και για δυο μέρες. Δεν είχε πάει ποτέ της και το είχε όνειρο κάποτε να της συμβεί. Θα της το ανακοίνωνε αμέσως μετά τα στέφανα, μα όπως ήρθαν τα πράγματα, τα λεφτά του ταξιδιού φαγώθηκαν σιγά-σιγά όλο αυτό το διάστημα.
Τις μέρες που δεν δούλευε, ο φίλος μας έφευγε κανονικά από το σπίτι του, σαν να πήγαινε στη δουλειά του. Έπαιρνε τον ηλεκτρικό και κατέβαινε στο τέρμα στον Πειραιά. Το’ πιανε στη συνέχεια με τα πόδια δίπλα στην προκυμαία και χάζευε τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι.
Την πρώτη φορά που είχε μπει στο μικρό καφενείο του λιμανιού, «το λιμανάκι των καημών», το έκανε για να προφυλαχτεί από την απρόσμενη καταιγίδα που ξέσπασε και τον βρήκε να συνομιλεί με έναν ναύτη έξω από το πλοίο της γραμμής που περίμενε την ώρα για να φύγει για τα νησιά του Αιγαίου.
«Πάμε στο καφενείο μέχρι να περάσει η μπόρα» του είπε ο ναύτης και ο φίλος μας, από ευγένεια, δεν έφερε αντίρρηση. Σκέφτηκε να του πει πως η δική του μπόρα θα διαρκέσει πολύ, μα τι να του εξηγούσε τώρα και του ναύτη;
Το ένα ποτήρι κρασί έφερε το άλλο, η μία κουβέντα μπόλιαζε με την επόμενη και το ένα περιστατικό κοντά στο άλλο κεντούσε σαν πρόκα τις καρδιές τους.
Το κρασί σαν το πίνεις με φίλους είναι γιατρικό, μα σαν το πίνεις συντροφιά με τη μοναξιά, είναι σκέτο δηλητήριο. Κι εδώ σε τούτον τον μικρό καφενέ οι μοναξιές περίσσευαν. Κάθε θαμώνας κι από μία. Τι κι αν κάθονταν ο φίλος μας με το ναύτη στο ίδιο τραπέζι; Ο καθένας σήκωνε το δικό του σταυρό στον δικό του Γολγοθά.
Όλο και πιο συχνά ο φίλος μας περνούσε από το «λιμανάκι των καημών», πίνοντας πότε δύο, πότε τρία και πότε περισσότερα ποτήρια κρασί.
Είχε ακούσει τους μεγαλύτερους να λένε πως έπιναν για να ξεχνάνε μα πολύ σύντομα κατάλαβε πως πίνει κάποιος όχι για να ξεχνάει μα για να θυμάται. Κι εκείνος γι’ αυτό άρχισε να πίνει, για να θυμάται. Να θυμάται τα σχέδιά του, τα όνειρά του, τους στόχους του, τα θέλω του. Όμως, κάθε που άδειαζε το ένα ποτήρι και γέμιζε το άλλο, όλο και περισσότερο ένιωθε πως ήταν σα να έκανε μνημόσυνο στα σχέδιά του, στα όνειρά του, στους στόχους του και στα θέλω του.
Κάποιες φορές γυρνούσε στο σπίτι του ζαλισμένος, μη μπορώντας να σηκώσει το κορμί του. Τόσο πολύ είχε βαρύνει η ψυχή του που τα πόδια του δεν μπορούσαν να αντέξουν και λύγιζαν.
Μόλις περνούσε η ζάλη του κρασιού ένιωθε ντροπή, θλίψη και απογοήτευση. Τα έβαζε με τον εαυτό του, όχι άδικα, για την έλλειψη αυτοσυγκράτησης, μα δεν μπορούσε να βρει ένα φταίξιμο να ρίξει στον εαυτό του για το ότι έμεινε χωρίς δουλειά.
Ναι, σήμερα συμπληρώνονταν τρεις ολόκληροι μήνες από τότε που το αφεντικό του τον απέλυσε αφού δεν δέχθηκε την προσφορά που του έκανε να δουλεύει μία μέρα τη βδομάδα.
Βρέθηκε πάλι στο λιμάνι, έξω από την πόρτα του καφενείου, έτοιμος να πάει στη γνώριμη θέση του, εκεί δίπλα στο παράθυρο, παρέα με τη μοναξιά του και πίνοντας γουλιά-γουλιά το δηλητήριο. Κάτι φωνές που άκουσε, τον έκαναν να γυρίσει το κεφάλι και να δει το ναύτη να ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια καθώς τρεις λιμενικοί τον είχαν βάλει σε μια γωνία και τον χτυπούσαν ασταμάτητα με τα γκλομπς. Παραδίπλα γινόταν μάχη, σώμα με σώμα, ανάμεσα σε λιμενικούς και ναυτεργάτες.
Ο φίλος μας, δεν ανακατευόταν με πορείες, με διαδηλώσεις και τέτοια συναφή, μα το να βλέπει τρεις να χτυπάνε έναν μονάχο του δεν μπορούσε να το αντέξει. Όρμηξε με φόρα και έτσι γεροδεμένος καθώς ήταν τους πήρε αμπάριζα και τους τρεις λιμενικούς ελευθερώνοντας το ναύτη που προσπαθούσε αιμόφυρτος να συνέρθει.
Ουρλιάζοντας από την υπερένταση, δεν πρόσεξε πίσω του έναν τύπο που δεν είχε στολή λιμενικού και κρατούσε ένα μακρύ λοστάρι, ο οποίος αφού πλησίασε αρκετά, του έριξε μια δυνατή στον αυχένα και τον άφησε αναίσθητο δίπλα στον μισολιπόθυμο ναύτη.
Όταν ο φίλος μας ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, διαπίστωσε ότι βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, μη μπορώντας να κουνήσει το κορμί του ούτε τόσο δα.
Ο πατέρας του είπε πως τη γλύτωσε παρά τρίχα και η μάνα του πως τον βοήθησε ο Αη Νικόλας, μεγάλη η χάρη του. Η Μυρσίνη που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, τον παρακάλεσε, σαν γίνει πρώτα καλά, να σηκωθούν και να φύγουν. Να πάνε στο χωριό ή σε μια ξένη χώρα. Ο εκπρόσωπος του λιμενικού σώματος τον διαβεβαίωσε πως διατάχθηκε ΕΔΕ και μεταφέροντάς του τις ευχές του υπουργού για γρήγορη ανάρρωση του υποσχέθηκε πως το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο.
Ο ναύτης του είπε να μην πιστεύει τις υποσχέσεις των υπουργών γιατί τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.
Όμως ο φίλος μας είχε πάρει ήδη δύο σημαντικές αποφάσεις.
Κρασί θα ξανάπινε μόνο τη μέρα του γάμου του και σχετικά με το φευγιό είπε να μην τους κάνει τη χάρη. Δεν θα πήγαινε πουθενά. Θα έμενε εκεί και θα κέρδιζε τη ζωή με νύχια, με δόντια και αν χρειαστεί και με αίμα. Όπως γινόταν πάντα δηλαδή. Θα κέρδιζε τη ζωή όπως την κέρδισαν τόσοι και τόσοι άλλοι σαν κι αυτόν όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Τη μέρα που ο φίλος μας βγήκε από το νοσοκομείο, πήρε τη Μυρσίνη από το χέρι και χαιρετώντας τον ναύτη που ήρθε να του ευχηθεί «σιδερένιος» του είπε:
«Θα ξανανταμώσουμε να είσαι σίγουρος, αλλά όχι στο καφενείο»
Ο κύριος Χ απολύθηκε. Ε και;
Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη
Εκείνο το πρωινό δεν έμοιαζε σε τίποτα με τα προηγούμενα εκτός από την ένδειξη του ρολογιού τη στιγμή που άνοιγε την πόρτα για να βγει από το σπίτι.
Είπε σε όλους «καλημέρα», έκλεισε την πόρτα πίσω του καθώς έφευγε και πήγε προς τη στάση του λεωφορείου.
Ο αέρας λυσσομανούσε, επίτηδες θαρρείς, για να του επισημάνει πως η σημερινή μέρα δεν θα είναι όπως οι προηγούμενες.
Περίμενε το λεωφορείο της γραμμής το οποίο έφτασε στην ώρα του, χαιρέτισε τον οδηγό μπαίνοντας και κάθισε στο τελευταίο κάθισμα δίπλα στο παράθυρο για να μπορεί να πετάει έξω το απλανές βλέμμα του.
Κόσμος μπαινόβγαινε στο λεωφορείο καθώς για να κυλήσουν οι δουλειές και οι τροχοί χρειάζονται άνθρωποι, χέρια, νους και κυρίως ουσία, μεδούλι δηλαδή κανονικό.
Κανένας τους δεν μιλούσε, κανένας δεν κοίταζε γύρω του. Ούτε ένα χαμόγελο δεν έβλεπες σε κείνο το λεωφορείο. Τι στα κομμάτια; Λες και θα πλήρωνε φόρο όποιος χαμογελούσε. Αλλά πάλι, χαμογελάς έτσι χωρίς λόγο; Για να σπάσει έστω και λίγο το χείλι του ανθρώπου χρειάζεται μια ευχάριστη ανάμνηση, μια χαρούμενη σκέψη, μια όμορφη προσμονή. Όταν τίποτε από αυτά δεν υπάρχει τότε το χαμόγελο παραπέμπει σε ψυχική διαταραχή λένε οι ειδικοί.
Κατέβηκε στην επόμενη στάση και προχώρησε προς το κτήριο που βρισκόταν ακριβώς από πίσω. Πέρασε τη μεγάλη γυάλινη είσοδο του κτηρίου και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ, όπως κάθε μέρα εδώ και 20 περίπου χρόνια, μόνο που για πρώτη φορά, τα πόδια του δεν υπάκουαν. Στάθηκε καρφωμένος στο ίδιο σημείο για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι που η φωνή του άντρα της ασφάλειας του κτηρίου τον επανάφερε στα συγκαλά του.
Συνέχισε τη γνώριμη διαδρομή προς τον τρίτο όροφο του κτηρίου και έφτασε έξω από το γραφείο της διεύθυνσης της εταιρείας. Σκέφτηκε προς στιγμήν πως έκανε λάθος που δεν είπε τίποτα στη γυναίκα του και τα παιδιά του, αλλά γρήγορα κατέληξε πως αυτή ήταν η σωστή επιλογή. Κάτι άλλο περισσότερα προβλήματα θα δημιουργούσε παρά θα έλυνε.
Ο διευθυντής τον περίμενε με τα απαιτούμενα χαρτιά πάνω στο γραφείο του έτοιμα για υπογραφή. Ο δικηγόρος της εταιρείας, παρών κι αυτός, αποτελούσε την απαραίτητη ανθρώπινη προσθήκη στο ντεκόρ της απόλυσης που είχε αποφασιστεί.
«Λυπούμαστε κύριε Χ. Πραγματικά λυπούμαστε μα δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς», του είπε με φονικό χαμόγελο ο δικηγόρος.
«Η εταιρεία θα προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του προσωπικού και των μισθολογικών εξόδων με σκοπό να καταστεί βιώσιμη και ανταγωνιστική. Θα γίνουν περικοπές της τάξης του 50% για να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία της και να μην κλείσει τελείως. Σε μια τέτοια περίπτωση θα έχαναν όλοι τη δουλειά τους. Φαντάζομαι πως δεν θα θέλατε κάτι τέτοιο για τους συναδέλφους σας; Έχουν οικογένειες, παιδιά υποχρεώσεις. Έτσι δεν είναι κύριε Χ;», συνέχισε ο διευθυντής παίρνοντας τη σκυτάλη από τον δικηγόρο.
Ο κύριος Χ δεν απάντησε παρά κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω, δίνοντας στους άλλους να καταλάβουν πως πρέπει να κάνουν γρήγορα για να τελειώνουν.
«Σχετικά με την αποζημίωσή σας, νομίζω δεν θα είχατε αντίρρηση να σας χορηγηθεί, με βάση τις κείμενες νομοθεσίες φυσικά, σε 20 ισόποσες δόσεις; Ξέρετε, η εταιρεία δεν διαθέτει τη ρευστότητα που απαιτείται για να σας καταβληθεί η αποζημίωση εφάπαξ. Το καταλαβαίνετε, έτσι δεν είναι κύριε Χ;», ξαναπήρε το λόγο ο δικηγόρος.
Ο κύριος Χ, ξανακούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι, πήρε το χαρτί της αποζημίωσης στα χέρια και διαβάζοντάς το του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν από τα νεύρα. Το ποσό της αποζημίωσης που αναγραφόταν ήταν πολύ μικρότερο από αυτό που εκείνος είχε κατά νου.
«Μα…», προσπάθησε να ψελλίσει μια φράση αλλά ο δικηγόρος τον έκοψε.
«Είπαμε κύριε Χ. Όλα έγιναν σύμφωνα με τις κείμενες νομοθεσίες. Έχουν αλλάξει λίγο τα πράγματα, μην το ψάχνετε τώρα κι εσείς. Τι στο καλό, θα σας κοροϊδεύαμε ποτέ; Τόσα χρόνια συνεργάτης της εταιρείας;».
Μάζεψε ο κύριος Χ όλα τα χαρτιά που τον αφορούσαν, και με δυσκολία βάδισε προς την έξοδο. Μόλις που άκουσε πίσω του μια φωνή να του εύχεται «καλό κουράγιο». Χαμογέλασε με πίκρα χωρίς να μπορεί να προφέρει ούτε μία λέξη και σε λίγο βρέθηκε πάλι στη στάση να περιμένει το λεωφορείο της επιστροφής.
Άνοιξε την τσάντα του, έβγαλε ένα λευκό χαρτί και ένα στυλό και άρχισε να γράφει κάτι που το είχε διαβάσει πρόσφατα, αλλά δεν θυμόταν πού ακριβώς.
«Σήμερα, αποφασίζω να ξεκινήσω αγώνα ανυποχώρητο, μαζί με όλους όσους βρίσκονται στην ίδια μοίρα με μένα. Δεν ξέρω πόσοι θα ακολουθήσουν, πάντως εγώ το πήρα απόφαση. Έτσι δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω. Ντρέπομαι τον εαυτό μου, ντρέπομαι τα παιδιά μου. Για 20 χρόνια έκανα υπομονή και ανέχτηκα πολλά. Δεν μπορώ να ανεχτώ να μου κλέψουν όσα έφτιαξα όλα αυτά τα 20 χρόνια. Όποιος θέλει ας με ακολουθήσει».
Αφού διάβασε και ξαναδιάβασε τα όσα έγραψε, άφησε το χαρτί στο παγκάκι της στάσης, έκλεισε την τσάντα του και μπήκε στο λεωφορείο της επιστροφής.
Μετά από λίγα λεπτά της ώρας, το χαρτί βρισκόταν στα χέρια του δικηγόρου της εταιρείας, ο οποίος ακολούθησε τον κύριο Χ αφού συζήτησε για λίγη ώρα με το διευθυντή της εταιρείας.
Ο δικηγόρος δίπλωσε το χαρτί, το έβαλε στην τσέπη του και στη συνέχεια άνοιξε το χαρτοφύλακά του. Έβγαλα από μέσα τα έγγραφα που του είχε δώσει πριν από λίγο ο διευθυντής.
Ήταν τα έγγραφα της δικής του απόλυσης καθώς θα έπρεπε και ο ίδιος, για να μην απολυθούν όλοι, να θυσιαστεί όπως ακριβώς ο κύριος Χ.
Για πρώτη φορά ένιωσε πραγματικά τα συναισθήματα που προκαλούσε ο ίδιος στους απολυμένους, όταν τους εξηγούσε τους λόγους της απόλυσης.
Ξεδίπλωσε πάλι το χαρτί που είχε αφήσει ο κύριος Χ και έκανε μια προσπάθεια να προσθέσει σ’ αυτό κάποιες προτάσεις.
Κανένας δεν έμαθε τι απέγιναν ο κύριος Χ και ο δικηγόρος της εταιρείας, αν και δεν είναι δύσκολο να το φανταστούμε. Μια προσεκτική ματιά μόνο να ρίξουμε γύρω μας και ίσως κάπου να τους διακρίνουμε. Ίσως τον κύριο Χ, ίσως τον δικηγόρο, ίσως τον εαυτό μας.
ΠΗΓΗ:
http://kyrgiakischristos.wordpress.com/
Τα διηγήματα θα συγκεντρωθούν ΕΔΩ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=7861