Γραμμένα τον Ιανουάριο του 2012
Κάθε που ο μήνας τελειώνει 10 μέρες νωρίτερα. Γαμώτο!
Του Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη
Μήνες τώρα ψάχνει να βρει τι δεν έκανε σωστά, τι άλλο χρειάζεται να κάνει τώρα και πως πρέπει να κινηθεί στο μέλλον. Πώς του ξέφυγε έτσι ο έλεγχος, πώς τον προσπέρασε η ζωή ή μήπως εκείνος της βγήκε από δεξιά και έφυγε από το δρόμο;
Μια βόλτα με τα πόδια στους έρημους δρόμους θα ήταν ότι πρέπει για να μπορέσει να σκεφτεί. Έχει τόσο μεγάλη ανάγκη να σκεφτεί και να καταλήξει κάπου. Να καταλήξει στο γιατί έφτασε σε τόσο δύσκολη κατάσταση και πώς θα μπορέσει να βγει από αυτήν.
Ασυναίσθητα βάζει τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του και ανακαλύπτει πως στη δεξιά του τσέπη έχει τη μοναδική του περιουσία. Πέντε ευρώ για να περάσει μέχρι το τέλος του μήνα και αυτός θέλει ακόμη άλλες δέκα μέρες.
Να ήταν μόνος του θα τα κατάφερνε, δεν το συζητάμε. Θα έτρωγε αέρα, θα έπινε μόνο νερό, θα έκανε τη «δίαιτα του μνημονίου», μα θα τα κατάφερνε.
Όμως τώρα, με τα παιδιά είναι αλλιώς. Τους έκοψε το θέατρο, τους σταμάτησε τον κινηματογράφο, δεν τους δίνει πια ούτε χαρτζιλίκι για το σχολείο. Καλά, για ρούχα και τέτοια, ούτε συζήτηση. Που να πάρει η ευχή. Το κόψιμο στο χαρτζιλίκι του στοίχισε περισσότερο από όλα. Θυμάται τα δικά του παιδικά χρόνια, ναι κάποτε ήταν κι εκείνος παιδί, σαν δεν είχε χαρτζιλίκι, όταν χτύπαγε το κουδούνι για διάλλειμα έπιανε μια γωνιά στο προαύλιο και δεν είχε όρεξη να μιλήσει με κανέναν. Η εικόνα των παιδιών του να κάνουν το ίδιο του τρυπούσε την ψυχή.
Προχωρώντας στάθηκε στη βιτρίνα ενός καταστήματος με ηλεκτρικά είδη όπου τρεις μεγάλες οθόνες τηλεοράσεων ήταν συντονισμένες σε τρία διαφορετικά κανάλια.
Δίπλα του ένα κοριτσάκι, πιασμένο από το χέρι της μαμάς, χοροπήδησε φωνάζοντας: «Κοίτα μαμά, ο Λάκης.
Είδες τι φοράει στο κεφάλι;» «Ναι! Του πάει πολύ!» συμφώνησε η μητέρα του κοριτσιού.
«Έλα μαμά, θα μου πάρεις ένα μπουκάλι νερό που διψάω; Τόση ώρα στο ζητάω!» «Κάνε υπομονή να πάμε στο σπίτι. Δεν έχω ψηλά μαζί μου.» απάντησε η μητέρα και έφυγαν βιαστικά, τραβώντας τη μικρή από το χέρι.
Έμεινε με την απορία κοιτώντας το φτερωτό κατασκεύασμα που φορούσε ο «Λάκης». Ένιωθε να διψά, όπως το μικρό κορίτσι, μα δεν είχε ούτε εκείνος ψιλά για να πάρει ένα μπουκάλι νερό. Βυθίστηκε στις σκέψεις του και πάλι λες και με τον τρόπο αυτό θα εύρισκε λύση στο πρόβλημά του.
Τα βάζει πάλι κάτω και τα πιάνει από την αρχή.
Ότι χρήματα είχε μαζέψει από 20 χρόνια δουλειάς, τα έδωσε για το σπίτι και πήρε και δάνειο γιατί δεν του έφταναν. Βοήθησαν λίγο και οι συγγενείς. Τι δόση, τι ενοίκιο, σκέφτηκε. Μία η άλλη ερχόταν. Κράτησε και λίγα στην άκρη για ώρα ανάγκης, και η ζωή κυλούσε. Μέχρι που άρχισαν τα πράγματα να μαυρίζουν.
Τα δώρα εξαφανίστηκαν, οι μισθοί κοπήκαν, μετά μίκρυναν κι άλλο, η ακρίβεια ροκάνιζε σαν το ποντίκι ότι περίσσευε, βάλε που άρχισε να πληρώνει σιγά-σιγά γιατρούς και φάρμακα, το μηνιάτικο δεν έφτανε και έβαλε χέρι σε κείνα τα λίγα που είχε για ώρα ανάγκης, αφού η ανάγκη, νάτη εμφανίστηκε και τον χαιρετούσε. Τα «έτοιμα» κάποια στιγμή τελείωσαν, δεν ήταν δα και 2,4 εκατομμύρια ευρώ, για να κρατήσουν για πολύ!
Εδώ και μερικούς μήνες η ζωή η δική του και της οικογένειάς του, έχει μειωθεί κατά το 1/3, αφού 10 μέρες περίπου πριν λήξει ο μήνας, τελειώνουν τα λεφτά.
Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές του πέρασε από το μυαλό να πάρει ένα σχοινί και να πάει να δεθεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας στις κολώνες της Βουλής ή να κάνει κάτι μπας και κινητοποιηθούν και άλλοι. Δεν μπορεί να βρίσκεται μόνο εκείνος σ΄αυτή την κατάσταση. Αν πάλι βρίσκονται κι άλλοι, γιατί δεν γίνεται κάτι; Γιατί δεν αντιδρούν; Τι περιμένουν;
Και να πεις ότι δεν πήγε σε πορείες, ότι δεν έκανε απεργίες, ότι δεν πήγε στις πλατείες; Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Μάλλον δεν έφτανε. Μάλλον δεν φτάνει.
Αλλά και τούτη η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο. Ντρέπεται να κοιτάζει τα παιδιά του στα μάτια, ντρέπεται να κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη, ντρέπεται να του κάνει κάθε μήνα δώρο το 1/3 της ζωής της δικής του και των παιδιών του.
Περιμένει! Περιμένει από αυτούς που ηγούνται να κάνουν επιτέλους μια κίνηση εντυπωσιακή, μια κίνηση διαφορετική που θα παρασύρει και τους πολλούς για να βγουν στους δρόμους και να διεκδικήσουν. Όμως αυτοί που ηγούνται, λες και είναι βαλτοί, κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Κάνουν ότι μπορούν για να μένει ο κόσμος στο σπίτι του, να βλέπει το «Λάκη» και τον κάθε «Λάκη» να αλλάζει καπέλα και φουλάρια.
Μετά το ξανασκέφτεται και βλέπει ότι τον εαυτό του πάει να τον αθωώσει. Δεν μπορεί να μην έχει και ο ίδιος ευθύνη. Έχει και μάλιστα μεγάλη.
Όταν στις συνελεύσεις του σωματείου του δεν πήγαινε γιατί «θα ήταν πάλι οι ίδιοι που θα τσακώνονταν», όταν δεχόταν να ψηφίσει με τηλεφωνική υπόδειξη, όταν, με εξαίρεση τον τελευταίο χρόνο, δεν πήγαινε σε πορείες γιατί του είπαν πως «πρόκειται για επαναστατική γυμναστική» και όταν δεν απεργούσε γιατί «τα πράγματα δεν αλλάζουν με τις απεργίες αλλά με τις εκλογές», τότε , συγνώμη, αλλά καλά να πάθει.
Του αξίζουν, όχι μία αλλά, δέκα κυβερνήσεις Παπαδήμου και επιπλέον του αξίζει να του λένε κατάμουτρα, οι δημοκρατικά εκλεγμένοι, πως ψήφισαν το μνημόνιο χωρίς να το έχουν διαβάσει, γιατί είχαν άλλες δουλειές εκείνη την περίοδο, όπως είπε, καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται, ο κύριος Χρυσοχοΐδης.
Είναι αυτός ο ίδιος κύριος που είπε πως αν αυτά τα μέτρα τα έπαιρναν σε άλλη χώρα, οι πολίτες θα επαναστατούσαν. Δηλαδή με άλλα λόγια, αποκάλεσε ηλίθιους και ραγιάδες του πολίτες και εκείνοι δεν αντέδρασαν.
Παίρνει το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι έχοντας υποσχεθεί στον εαυτό του πως από αύριο θα αναθεωρήσει πολλά πράγματα τα οποία αποδείχτηκαν λανθασμένα, όπως το να κάθετε να κλαίει τη μοίρα του. Μένει μόνο το να υλοποιήσει την υπόσχεσή του.
Άλλωστε, το ίδιο δεν ισχύει για όλους μας;
ΠΗΓΗ:
https://kyrgiakischristos.wordpress.com/
Ανθρωπόμορφες ύαινες με κοστούμια και ταγιεράκια
Χρήστος Επαμ. Κυργιάκης
Μια νύχτα θα 'ρθει από μακριά,
αέρας Πεχλιβάνης
να μην μπορείς να κοιμηθείς,
μόλις τον ανασάνεις
θα 'χει θυμάρι στα μαλλιά,
κράνα για σκουλαρίκια
και μες στο στόμα θα γυρνά,
ρητορικά χαλίκια
Οι «ύαινες» θα πλησιάζουν ουρλιάζοντας, κάθε φορά θα ουρλιάζουν και περισσότερο. Θα δείχνουν τα δόντια τους για να σκορπίσουν το τρόμο μα τα κεφάλια τους θα είναι ανθρώπινα και θα φοράνε ακριβά κοστούμια και γραβάτες, οι αρσενικές, και σινιέ ταγιεράκια με μεταξωτά φουλάρια στο λαιμό και στους ώμους, οι θηλυκές. Θα μιλάνε γλώσσες πολλές, γλώσσες όλων των κρατών, όλων των εθνοτήτων, όλων των θρησκειών και όλων των χρωμάτων. Θα μιλάνε τη γλώσσα του λαού, μα και τη γλώσσα του Θεού, τη γλώσσα του χρήματος μα και της φτώχιας. Θα λένε ψέματα που θα μοιάζουν με αλήθειες και από όπου και αν περνάνε θα αφήνουν πίσω τους χήρες και ορφανά. Θα κλαίνε χύνοντας αίμα και όχι δάκρυα, και αντί για καρδιές θα έχουν τραπεζικές θυρίδες που θα ανοίγουν με κωδικούς και όχι με αισθήματα.
Θα φέρουν πάλι Κατοχή, συσσίτια και πεινασμένους, άστεγους και κουρελιάρηδες, Σωτήρες που θα διαχειρίζονται την πείνα, παιδιά με φουσκωμένες, από την αφαγία, κοιλιές και φουσκωμένες, από την οργή, ψυχές.
Θα ρίχνουν στον Καιάδα άρρωστους και ανάπηρους, γέρους και ανήμπορους.
Θα σέρνουν πίσω τους κοπάδια από νυφίτσες και αρουραίους, προσωρινούς συμμάχους και μελλοντικά τους θύματα. Κοπάδια ηλιθίων που προσμένουν μερτικό από τις «ύαινες», μεζέ από τα θηρία, μέχρι να γίνουν, πριν το καταλάβουν, μεζέδες οι ίδιοι.
Ποντίκια με παρωπίδες και όραση που φτάνει μέχρι τη μύτη τους με μυαλό κουκούτσι που νομίζουν πως ο κόσμος περιστρέφεται γύρω τους και κάνουν το προσωπικό τους συμφέρον καθολική ανάγκη.
Υπέρμαχοι και Υπερμαχίες, Αη Δημήτρηδες, Αη Γιώργηδες και Κομνηνοί, Χριστοί που έχουν δήθεν το χρίσμα, Χρηστοί που είναι δήθεν χρήσιμοι, προστάτες, τάχα, των πολλών, των προβάτων, των θυμάτων.
Και θα χαίρονται οι «ύαινες», που θα αφανίζουν τα θύματά τους με περισσότερη ευκολία, που θα γκρεμίζουν σχολεία και θα κλείνουν νοσοκομεία χωρίς καμία αντίδραση και δυσκολία.
Θα κατεβαίνουν την πλαγιά οι «ύαινες» και θα πέφτουν πάνω στα ανυπεράσπιστα χωριά καθώς οι άντρες των σπιτιών , αλυσοδεμένοι μες στα δάνεια και τις υποχρεώσεις θα κοιτάζουν ανήμποροι τον αφανισμό, χωρίς ούτε ένα δάκρυ να μπορούν να χύσουν.
Μέχρι τη νύχτα που «θα’ρθει από μακριά, αέρας Πεχλιβάνης» και θα σαρώσει τις «ύαινες», θα παρασύρει τα κοπάδια με τις νυφίτσες και τους αρουραίους, θα σπάσει τα δεσμά όλων, θα γκρεμίσει Τράπεζες και Υπουργεία-παραμάγαζα και θα βγάλει τον κόσμο από τα σπίτια του.
Θα είναι Βοριάς, κρύος που θα φέρει την Άνοιξη. Έρχεται! Ακούγεται η βουή του!
ΠΗΓΗ:
https://kyrgiakischristos.wordpress.com/
Κάθε που ο μήνας τελειώνει 10 μέρες νωρίτερα. Γαμώτο!
Του Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη
Μήνες τώρα ψάχνει να βρει τι δεν έκανε σωστά, τι άλλο χρειάζεται να κάνει τώρα και πως πρέπει να κινηθεί στο μέλλον. Πώς του ξέφυγε έτσι ο έλεγχος, πώς τον προσπέρασε η ζωή ή μήπως εκείνος της βγήκε από δεξιά και έφυγε από το δρόμο;
Μια βόλτα με τα πόδια στους έρημους δρόμους θα ήταν ότι πρέπει για να μπορέσει να σκεφτεί. Έχει τόσο μεγάλη ανάγκη να σκεφτεί και να καταλήξει κάπου. Να καταλήξει στο γιατί έφτασε σε τόσο δύσκολη κατάσταση και πώς θα μπορέσει να βγει από αυτήν.
Ασυναίσθητα βάζει τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του και ανακαλύπτει πως στη δεξιά του τσέπη έχει τη μοναδική του περιουσία. Πέντε ευρώ για να περάσει μέχρι το τέλος του μήνα και αυτός θέλει ακόμη άλλες δέκα μέρες.
Να ήταν μόνος του θα τα κατάφερνε, δεν το συζητάμε. Θα έτρωγε αέρα, θα έπινε μόνο νερό, θα έκανε τη «δίαιτα του μνημονίου», μα θα τα κατάφερνε.
Όμως τώρα, με τα παιδιά είναι αλλιώς. Τους έκοψε το θέατρο, τους σταμάτησε τον κινηματογράφο, δεν τους δίνει πια ούτε χαρτζιλίκι για το σχολείο. Καλά, για ρούχα και τέτοια, ούτε συζήτηση. Που να πάρει η ευχή. Το κόψιμο στο χαρτζιλίκι του στοίχισε περισσότερο από όλα. Θυμάται τα δικά του παιδικά χρόνια, ναι κάποτε ήταν κι εκείνος παιδί, σαν δεν είχε χαρτζιλίκι, όταν χτύπαγε το κουδούνι για διάλλειμα έπιανε μια γωνιά στο προαύλιο και δεν είχε όρεξη να μιλήσει με κανέναν. Η εικόνα των παιδιών του να κάνουν το ίδιο του τρυπούσε την ψυχή.
Προχωρώντας στάθηκε στη βιτρίνα ενός καταστήματος με ηλεκτρικά είδη όπου τρεις μεγάλες οθόνες τηλεοράσεων ήταν συντονισμένες σε τρία διαφορετικά κανάλια.
Δίπλα του ένα κοριτσάκι, πιασμένο από το χέρι της μαμάς, χοροπήδησε φωνάζοντας: «Κοίτα μαμά, ο Λάκης.
Είδες τι φοράει στο κεφάλι;» «Ναι! Του πάει πολύ!» συμφώνησε η μητέρα του κοριτσιού.
«Έλα μαμά, θα μου πάρεις ένα μπουκάλι νερό που διψάω; Τόση ώρα στο ζητάω!» «Κάνε υπομονή να πάμε στο σπίτι. Δεν έχω ψηλά μαζί μου.» απάντησε η μητέρα και έφυγαν βιαστικά, τραβώντας τη μικρή από το χέρι.
Έμεινε με την απορία κοιτώντας το φτερωτό κατασκεύασμα που φορούσε ο «Λάκης». Ένιωθε να διψά, όπως το μικρό κορίτσι, μα δεν είχε ούτε εκείνος ψιλά για να πάρει ένα μπουκάλι νερό. Βυθίστηκε στις σκέψεις του και πάλι λες και με τον τρόπο αυτό θα εύρισκε λύση στο πρόβλημά του.
Τα βάζει πάλι κάτω και τα πιάνει από την αρχή.
Ότι χρήματα είχε μαζέψει από 20 χρόνια δουλειάς, τα έδωσε για το σπίτι και πήρε και δάνειο γιατί δεν του έφταναν. Βοήθησαν λίγο και οι συγγενείς. Τι δόση, τι ενοίκιο, σκέφτηκε. Μία η άλλη ερχόταν. Κράτησε και λίγα στην άκρη για ώρα ανάγκης, και η ζωή κυλούσε. Μέχρι που άρχισαν τα πράγματα να μαυρίζουν.
Τα δώρα εξαφανίστηκαν, οι μισθοί κοπήκαν, μετά μίκρυναν κι άλλο, η ακρίβεια ροκάνιζε σαν το ποντίκι ότι περίσσευε, βάλε που άρχισε να πληρώνει σιγά-σιγά γιατρούς και φάρμακα, το μηνιάτικο δεν έφτανε και έβαλε χέρι σε κείνα τα λίγα που είχε για ώρα ανάγκης, αφού η ανάγκη, νάτη εμφανίστηκε και τον χαιρετούσε. Τα «έτοιμα» κάποια στιγμή τελείωσαν, δεν ήταν δα και 2,4 εκατομμύρια ευρώ, για να κρατήσουν για πολύ!
Εδώ και μερικούς μήνες η ζωή η δική του και της οικογένειάς του, έχει μειωθεί κατά το 1/3, αφού 10 μέρες περίπου πριν λήξει ο μήνας, τελειώνουν τα λεφτά.
Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές του πέρασε από το μυαλό να πάρει ένα σχοινί και να πάει να δεθεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας στις κολώνες της Βουλής ή να κάνει κάτι μπας και κινητοποιηθούν και άλλοι. Δεν μπορεί να βρίσκεται μόνο εκείνος σ΄αυτή την κατάσταση. Αν πάλι βρίσκονται κι άλλοι, γιατί δεν γίνεται κάτι; Γιατί δεν αντιδρούν; Τι περιμένουν;
Και να πεις ότι δεν πήγε σε πορείες, ότι δεν έκανε απεργίες, ότι δεν πήγε στις πλατείες; Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Μάλλον δεν έφτανε. Μάλλον δεν φτάνει.
Αλλά και τούτη η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο. Ντρέπεται να κοιτάζει τα παιδιά του στα μάτια, ντρέπεται να κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη, ντρέπεται να του κάνει κάθε μήνα δώρο το 1/3 της ζωής της δικής του και των παιδιών του.
Περιμένει! Περιμένει από αυτούς που ηγούνται να κάνουν επιτέλους μια κίνηση εντυπωσιακή, μια κίνηση διαφορετική που θα παρασύρει και τους πολλούς για να βγουν στους δρόμους και να διεκδικήσουν. Όμως αυτοί που ηγούνται, λες και είναι βαλτοί, κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Κάνουν ότι μπορούν για να μένει ο κόσμος στο σπίτι του, να βλέπει το «Λάκη» και τον κάθε «Λάκη» να αλλάζει καπέλα και φουλάρια.
Μετά το ξανασκέφτεται και βλέπει ότι τον εαυτό του πάει να τον αθωώσει. Δεν μπορεί να μην έχει και ο ίδιος ευθύνη. Έχει και μάλιστα μεγάλη.
Όταν στις συνελεύσεις του σωματείου του δεν πήγαινε γιατί «θα ήταν πάλι οι ίδιοι που θα τσακώνονταν», όταν δεχόταν να ψηφίσει με τηλεφωνική υπόδειξη, όταν, με εξαίρεση τον τελευταίο χρόνο, δεν πήγαινε σε πορείες γιατί του είπαν πως «πρόκειται για επαναστατική γυμναστική» και όταν δεν απεργούσε γιατί «τα πράγματα δεν αλλάζουν με τις απεργίες αλλά με τις εκλογές», τότε , συγνώμη, αλλά καλά να πάθει.
Του αξίζουν, όχι μία αλλά, δέκα κυβερνήσεις Παπαδήμου και επιπλέον του αξίζει να του λένε κατάμουτρα, οι δημοκρατικά εκλεγμένοι, πως ψήφισαν το μνημόνιο χωρίς να το έχουν διαβάσει, γιατί είχαν άλλες δουλειές εκείνη την περίοδο, όπως είπε, καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται, ο κύριος Χρυσοχοΐδης.
Είναι αυτός ο ίδιος κύριος που είπε πως αν αυτά τα μέτρα τα έπαιρναν σε άλλη χώρα, οι πολίτες θα επαναστατούσαν. Δηλαδή με άλλα λόγια, αποκάλεσε ηλίθιους και ραγιάδες του πολίτες και εκείνοι δεν αντέδρασαν.
Παίρνει το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι έχοντας υποσχεθεί στον εαυτό του πως από αύριο θα αναθεωρήσει πολλά πράγματα τα οποία αποδείχτηκαν λανθασμένα, όπως το να κάθετε να κλαίει τη μοίρα του. Μένει μόνο το να υλοποιήσει την υπόσχεσή του.
Άλλωστε, το ίδιο δεν ισχύει για όλους μας;
ΠΗΓΗ:
https://kyrgiakischristos.wordpress.com/
Ανθρωπόμορφες ύαινες με κοστούμια και ταγιεράκια
Χρήστος Επαμ. Κυργιάκης
Μια νύχτα θα 'ρθει από μακριά,
αέρας Πεχλιβάνης
να μην μπορείς να κοιμηθείς,
μόλις τον ανασάνεις
θα 'χει θυμάρι στα μαλλιά,
κράνα για σκουλαρίκια
και μες στο στόμα θα γυρνά,
ρητορικά χαλίκια
Οι «ύαινες» θα πλησιάζουν ουρλιάζοντας, κάθε φορά θα ουρλιάζουν και περισσότερο. Θα δείχνουν τα δόντια τους για να σκορπίσουν το τρόμο μα τα κεφάλια τους θα είναι ανθρώπινα και θα φοράνε ακριβά κοστούμια και γραβάτες, οι αρσενικές, και σινιέ ταγιεράκια με μεταξωτά φουλάρια στο λαιμό και στους ώμους, οι θηλυκές. Θα μιλάνε γλώσσες πολλές, γλώσσες όλων των κρατών, όλων των εθνοτήτων, όλων των θρησκειών και όλων των χρωμάτων. Θα μιλάνε τη γλώσσα του λαού, μα και τη γλώσσα του Θεού, τη γλώσσα του χρήματος μα και της φτώχιας. Θα λένε ψέματα που θα μοιάζουν με αλήθειες και από όπου και αν περνάνε θα αφήνουν πίσω τους χήρες και ορφανά. Θα κλαίνε χύνοντας αίμα και όχι δάκρυα, και αντί για καρδιές θα έχουν τραπεζικές θυρίδες που θα ανοίγουν με κωδικούς και όχι με αισθήματα.
Θα φέρουν πάλι Κατοχή, συσσίτια και πεινασμένους, άστεγους και κουρελιάρηδες, Σωτήρες που θα διαχειρίζονται την πείνα, παιδιά με φουσκωμένες, από την αφαγία, κοιλιές και φουσκωμένες, από την οργή, ψυχές.
Θα ρίχνουν στον Καιάδα άρρωστους και ανάπηρους, γέρους και ανήμπορους.
Θα σέρνουν πίσω τους κοπάδια από νυφίτσες και αρουραίους, προσωρινούς συμμάχους και μελλοντικά τους θύματα. Κοπάδια ηλιθίων που προσμένουν μερτικό από τις «ύαινες», μεζέ από τα θηρία, μέχρι να γίνουν, πριν το καταλάβουν, μεζέδες οι ίδιοι.
Ποντίκια με παρωπίδες και όραση που φτάνει μέχρι τη μύτη τους με μυαλό κουκούτσι που νομίζουν πως ο κόσμος περιστρέφεται γύρω τους και κάνουν το προσωπικό τους συμφέρον καθολική ανάγκη.
Υπέρμαχοι και Υπερμαχίες, Αη Δημήτρηδες, Αη Γιώργηδες και Κομνηνοί, Χριστοί που έχουν δήθεν το χρίσμα, Χρηστοί που είναι δήθεν χρήσιμοι, προστάτες, τάχα, των πολλών, των προβάτων, των θυμάτων.
Και θα χαίρονται οι «ύαινες», που θα αφανίζουν τα θύματά τους με περισσότερη ευκολία, που θα γκρεμίζουν σχολεία και θα κλείνουν νοσοκομεία χωρίς καμία αντίδραση και δυσκολία.
Θα κατεβαίνουν την πλαγιά οι «ύαινες» και θα πέφτουν πάνω στα ανυπεράσπιστα χωριά καθώς οι άντρες των σπιτιών , αλυσοδεμένοι μες στα δάνεια και τις υποχρεώσεις θα κοιτάζουν ανήμποροι τον αφανισμό, χωρίς ούτε ένα δάκρυ να μπορούν να χύσουν.
Μέχρι τη νύχτα που «θα’ρθει από μακριά, αέρας Πεχλιβάνης» και θα σαρώσει τις «ύαινες», θα παρασύρει τα κοπάδια με τις νυφίτσες και τους αρουραίους, θα σπάσει τα δεσμά όλων, θα γκρεμίσει Τράπεζες και Υπουργεία-παραμάγαζα και θα βγάλει τον κόσμο από τα σπίτια του.
Θα είναι Βοριάς, κρύος που θα φέρει την Άνοιξη. Έρχεται! Ακούγεται η βουή του!
ΠΗΓΗ:
https://kyrgiakischristos.wordpress.com/