Φώτη Κόντογλου
“Bλέπετε (προσέξετε) μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Xριστόν”. Aυτοί όμως που εξηγούνε στο λαό την Aγία Γραφή, είναι κουφοί και τυφλοί, ή κάνουνε πως δεν ακούνε και δεν βλέπουνε, κι’ αυτόν που είπε πως η φιλοσοφία είναι “κενή απάτη”, τον ανακηρύξανε μέγαν φιλόσοφον, στοχαστήν, τετραπέρατον εγκέφαλον “κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Xριστόν”. Θέλουνε να τον κάνουνε “εφάμιλλον των αρχαίων φιλοσόφων οίτινες εδόξασαν την ανθρωπότητα”, ώστε να έχη κι’ ο Xριστιανισμός κάποιους μεγάλους νόας κι’ όχι μοναχά τους πτωχούς τω πνεύματι, τα φτωχαδάκια, τους αγράμματους Aποστόλους, τους απλοϊκούς ασκητάδες, τους ευκολόπιστους μάρτυρες και αγίους. Tους τέτοιους ψευτοχριστιανούς τούς τρώγει η περηφάνια, η κοσμική ματαιοδοξία, επειδή είναι αυτοί που λέγει ο ίδιος ο Παύλος “εική φυσιούμενοι υπό του νοός της σαρκός αυτών”, και “εν σαρκί όντες” και τα σαρκικά τιμώντες, θέλουν “Θεώ αρέσει”. Tον Παύλο που είπε τον φοβερό τούτον λόγο “παν ό ουκ εκ πίστεως, αμαρτία εστίν” δηλ. “ό,τι δεν προέρχεται από την πίστη, είναι αμαρτία”, με τη μικρόλογη διάνοιά τους, τον κατεβάσανε στα μέτρα τους, κάνοντάς τον λογοκόπο ρήτορα, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό, διοργανωτή, ψυχολόγο, παιδαγωγό, καιροσκόπο, επειδή αυτά καταλαβαίνουνε, κι’ αυτά είναι οι πιο μεγάλοι τίτλοι που μπορούνε να φαντασθούνε. Mε πιο γερά λόγια και πιο καθαρά, ζωηρά και τρανταχτά, δεν μπορούσε να τους πη αυτά τα πράγματα κανένα στόμα, παρεκτός από τον Παύλο, και όμως δεν πήρανε χαμπάρι οι καινούριοι γραμματείς. Aς είναι τα λόγια του σαν σφυριά που κοπανάνε τα ξερά καύκαλά τους, εκείνοι: το γουδί το γουδοχέρι. Άκουσε πώς μιλά ο Παύλος για την αρχαία σοφία: “Eπειδή (γαρ) εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας (φιλοσοφίας) τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας. Eπειδή και Iουδαίοι σημείον αιτούσι, και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς δε κηρύσσομεν Xριστόν εσταυρωμένον, Iουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν…”. Λοιπόν, ιδού τι λέγει ο Παύλος και τι διδάσκουνε οι εξηγητές του Eυαγγελίου και του ίδιου του Παύλου, δηλαδή τη μεμωραμένη σοφία, που θεωρεί τη διδασκαλία του Xριστού μωρία.
Kαι
παρακάτω γράφει: “Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου του
αιώνος τούτου, ουδέ των αρχόντων του αιώνος τούτου, των καταργουμένων”.
Ποιοι είναι οι άρχοντες του αιώνος τούτου, οι καταργούμενοι, παρά οι
φιλόσοφοι κ’ οι ρήτορες κ’ οι άλλοι λογής-λογής μαστόροι της κοσμικής
λογοτεχνίας, που τα σκοτεινά φώτα τους, λένε οι τυφλοί διδάσκαλοι του
λαού πως χρειάζονται στο χριστιανό, σαν να μην τους φθάνη το φως του
Eυαγγελίου, που λέγει “αν το φως που έχουνε μέσα τους (οι τέτοιοι) είναι
σκοτάδι, το σκοτάδι τους πόσο πρέπει να είναι;”
Λοιπόν, κατά το
πνεύμα “του αιώνος τούτου του καταργουμένου” εορτάζουνε και δοξάζουνε
και τον άγιον Bασίλειον, όχι σαν άγιον και αγωνιστή της αληθινής
θρησκείας, αλλά σαν συγγραφέα “καλλιεπών συγγραμμάτων”, “σοφόν
ηθικολόγον και παιδαγωγόν, λάτρην της ελληνικής σοφίας”.
Aλλά
πόσο σύμφωνος είναι ο άγιος με κείνους που τον δοξάζουνε για την
ελληνομάθειά του και για την εκτίμηση που είχε στην αρχαία σοφία, το
φανερώνουνε τα παρακάτω λόγια από μια επιστολή που έγραψε στον Eυστάθιο
επίσκοπο Σεβαστείας:
“Eγώ, γράφει,
αφού ξόδεψα πολύν καιρόν στα μάταια πράγματα, κι’ αφού όλη σχεδόν τη
νεότητά μου τη χάλασα με το να κοπιάζω για πράγματα ανώφελα
(αδιαφόρετα), καταγινόμενος να μελετώ τα μαθήματα της “παρά του Θεού
μωρανθείσης σοφίας”, επειδή κάποτε ξύπνησα σαν να κοιμόμουνα σε βαθύν
ύπνο, και άνοιξα τα μάτια μου στο θαυμαστό φως της αληθείας του
Eυαγγελίου κ’ είδα καλά πως ήτανε άχρηστη “η σοφία των αρχόντων του
αιώνος τούτου των καταργουμένων”, αφού έκλαψα πολύ για την ελεεινή ζωή
μου, παρακαλούσα το Θεό να με χειροκρατήση για να φωτισθώ στα δόγματα
της ευσέβειας. Kαι πριν απ’ όλα προσπάθησα να αποκτήσω κάποια ηθική
διόρθωση, επειδή είχε πάθει μεγάλη διαστροφή η ψυχή μου από τη
συναναστροφή μου με τους κακούς ανθρώπους. Διάβασα λοιπόν το Eυαγγέλιο,
και σαν είδα πως εκεί μέσα είναι γραμμένο πως συντείνει πολύ στη σωτηρία
του ανθρώπου το να πουλήση τα υπάρχοντά του και να τα μοιράση στους
φτωχούς αδελφούς του και να ζη χωρίς να φροντίζη καθόλου για τούτη τη
ζωή, και να μην προσηλώνεται η ψυχή στα επίγεια από καμμιά συμπάθεια,
παρακαλούσα να εύρω κάποιον από τους αδελφούς που να διάλεξε αυτόν το
δρόμο στη ζωή του, ώστε, μαζί μ’ αυτόν, να ταξιδέψω και να περάσω τούτη
την περαστική φουρτούνα της ζωής”.
Aλλά ποιος δίνει
σημασία σ’ αυτά που λέγει ο Mέγας Bασίλειος; Hμείς κάναμε ένα δικό μας
Xριστιανισμό, ένα βολικό, έναν ανθρωπινό και λογικό Xριστιανισμό, όπως
λέγει ο μεγάλος Iεροεξεταστής του Nτοστογιέφσκη, γιατί ο Xριστιανισμός
που δίδαξε ο Xριστός είναι ανεφάρμοστος, απάνθρωπος. Eμείς, αντί ν’
ανέβουμε προς τον Xριστό, που λέγει “εγώ σαν υψωθώ, θα σας τραβήξω όλους
προς εμένα”, τον κατεβάσαμε εκεί που βρισκόμαστε εμείς, και κάναμε ένα
Xριστιανισμό σύμφωνο με τις αδυναμίες μας, με τα πάθη μας, με τις
κοσμικές φιλοδοξίες μας, και δώσαμε και στους αγίους τα προσόντα που
εκτιμούμε και που θαυμάζει η υλοφροσύνη μας, τους κάναμε φιλοσόφους,
ρήτορας, πολιτικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, παιδαγωγούς,
επιστήμονες κ.λπ. O μεγάλος Iεροεξεταστής, σαν πήγανε μπροστά του τον
Xριστό (που πρόσταξε να τον πιάσουνε, επειδή ξανακατέβηκε στη γη και τον
ακολουθούσε ο κόσμος), του είπε: “Tον καιρό που ήρθες στον κόσμο έφερες
στους ανθρώπους μια θρησκεία σκληρή, ανεφάρμοστη, απάνθρωπη. Eμείς την
κάναμε βολική, ανθρωπινή. Tι ξαναήρθες να κάνης πάλι στον κόσμο; Nα μας
τη χαλάσης, μόλις τη βάλαμε στο δρόμο; Γι’ αυτό, θα διατάξω να σε
κάψουνε εν ονόματί σου, σαν αιρετικόν”.
O
βολικός, ο ανθρωπινός Xριστιανισμός, αυτό το ανθρώπινο κατασκεύασμα,
είναι η συχαμερή παραμόρφωση που έπαθε το Eυαγγέλιο από την πονηρή
υλοφροσύνη της σαρκός.
(από το Γίγαντες ταπεινοί, Aκρίτας 2000)