Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Διεθνής συσπείρωση κεφαλαίων στην ΕΟΚ (2)

Νέος ΑΠΕΡΓΟΣΠΑΣΤΗΣ
 
ΕΡΝΕΣΤ ΜΑΝΤΕΛ


 
Εδώ δεν πρόκειται καθόλου για καθαρά τυχαίες εξελίξεις. Τόσο οι ενώσεις των επιχειρηματιών όσο και οι αρχές της ΕΟΚ αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα τέτοιων υπερεθνικών συσπειρώσεων κεφαλαίου και ζητούν και οι δύο μιά γοργότερη πρόοδο προς αυτήν την έννοια.

Ο ανώτατος σύνδεσμος βιομηχάνων επιχειρηματιών της ΕΟΚ, η UNICE, υπόβαλε τον Απρίλιο του 1965 ένα υπόμνημα στην επιτροπή της ΕΟΚ, ζητώντας απ' αυτήν νομοθετικές διευκολύνσεις για την υπερεθνική συγχώνευση επιχειρήσεων στο χώρο της ΕΟΚ.

Το υπόμνημα τονίζει με έμφαση ότι η επέκταση του μεγέθους των βιομηχανικών επιχειρήσεων θα πρέπει να είναι κύριος στόχος της επιτροπής της ΕΟΚ.

Ένα παρόμοιο υπόμνημα υποβλήθηκε το καλοκαίρι του 1966. Επίσης το διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο με μια δήλωση του τον Οκτώβριο του 1965 ζήτησε διευκολύνσεις για τις διεθνείς συγχωνεύσεις εταιριών. Ο πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου των Γερμανικών Ενώσεων Εργοδοτών, καθηγητής Siegfried Balke, και ο αντιπρόεδρος του Γαλλικού Συνδέσμου Εργοδοτών C.N.P.F, Ambroise Roux, εκφράστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα στο τέλος του 1967 υπέρ σχηματισμού ''ευρωπαϊκών εταιριών''.

Η δημιουργία των λεγόμενων ''ευρωπαϊκών εταιριών'' δημιουργεί εν μέρει πολύ περίπλοκα προβλήματα εμπορικού και οικονομικού δικαίου. Αυτά απέχουν πολύ από το να έχουν λυθεί. Η νομοθεσία ως προς τις εταιρείες διαφέρει στα έξη κράτη- μέλη της ΕΟΚ.

Στη Δυτική Γερμανία και στην Ολλανδία δεν επιτρέπεται η απορρόφηση ντόπιων εταιριών από επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό.

Η επιτροπή της ΕΟΚ θα ήθελε να δημιουργήσει ένα νέο καταστατικό των ''ευρωπαϊκών εταιριών'' στο επίπεδο της ΕΟΚ. Άλλοι, κυρίως, γαλλικοί κύκλοι ωθούν προς μία λύση συμβιβασμού: την εισαγωγή παρόμοιων παραγράφων, που να επιτρέπουν την ίδρυση ''εταιριών ευρωπαϊκού τύπου'', στην εθνική νομοθεσία των έξη-κρατών μελών.

Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε ένα τυπικό παράδειγμα για το πώς η νομοθεσία (το κοινωνικό εποικοδόμημα) εξαναγκάζεται νωρίτερα ή αργότερα να προσαρμοστεί στα οικονομικά δεδομένα (στις σχέσεις παραγωγής, στην κοινωνική υποδομή).

Το πρόβλημα των ''ευρωπαϊκών εταιριών'' εμπεριέχει τον νομοθετικό κίνδυνο μιάς συνύπαρξης ''εθνικού'' και ''διεθνούς'' εμπορικού δικαίου.

Η γαλλική κυβέρνηση προσπαθεί να τον αποφύγει με τον καθαρισμό ποιοτικών ελάχιστων ορίων για τις ευρωπαϊκές εταιρίες, η Δυτική Γερμανία και η επιτροπή της ΕΟΚ υποστηρίζουν μάλλον ποιοτικούς περιορισμούς, που θα επέτρεπαν τη δημιουργία ευρωπαϊκών εταιριών μόνο σε ορισμένους κλάδους με ''ευρωπαϊκή σημασία'' (κατασκευή αεροπλάνων κτλ.)

Η νομοθεσία ωστόσο δεν είναι η μοναδική δυσκολία στο δρόμο προς την ''ευρωπαϊκή επιχείρηση''. Υπάρχει εκτός απ' αυτή μιά περίπλοκη προβληματική της νομοθεσίας της σχετικής με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας καθώς και τα προβλήματα που προκύπτουν από την διαφορετική φορολογική νομοθεσία των έξη χωρών της ΕΟΚ. Όλα αυτά τα προβλήματα είναι αλληλένδετα σαν τα δόντια ενός γραναζιού, και φαίνεται σχεδόν αδύνατο το να λυθεί κάθε πρόβλημα μεμονωμένα, πριν λυθεί το συνολικό σύμπλεγμα.

Από ιστορική άποψη η δημιουργία της Κοινής Αγοράς ήταν το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης του κεφαλαίου στη Δυτική Ευρώπη, που είχε προηγηθεί.

Από καιρό η ανάπτυξη των σημαντικότερων παραγωγικών δυνάμεων κινδύνευε να πνιγεί στο πολύ στενό πλαίσιο του παλιού εθνικού κράτους. Κυρίως στην περίπτωση της Γερμανίας αυτό είχε αποδειχτεί εντελώς ξεκάθαρα. Μετά τη διπλή αποτυχία μιάς βίαιης επέκτασης προς την Ανατολή, οι παραγωγικές δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης προσπαθούν σήμερα ν' ανοίξουν ένα δρόμο έξω από τα στενά εθνικά τους σύνορα, προς τη Δύση και με ειρηνική εμπορική επέκταση.

Με την οργάνωση ενός πλατύτερου χώρου για το ελεύθερο εμπόριο η δυτικοευρωπαϊκή αστική τάξη προσπαθεί να λύσει τουλάχιστον μερικά και προσωρινά αυτή την ενδογενή αντίθεση ανάμεσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και στο εθνικό κράτος.

Όμως η δημιουργία της ΕΟΚ είναι ταυτόχρονα κινητήρια δύναμη μιάς νέας συγκέντρωσης του κεφαλαίου που γεννιέται απ' αυτήν την ίδια. Καθώς δημιουργείται μιά μεγαλύτερη ενιαία αγορά, οξύνεται ο ανταγωνισμός και η συγκέντρωση του κεφαλαίου που προκύπτουν απ' αυτόν. Η μεγαλύτερη αγορά - ακόμα και ανεξάρτητα από το πρόβλημα του συναγωνισμού με το βορειοαμερικάνικο κεφάλαιο - δίνει τη δυνατότητα για μεγαλύτερες μονάδες παραγωγής, για μεγαλύτερες συσπειρώσεις κεφαλαίου, για μεγαλύτερο ορθολογισμό στην επιλογή των τόπων παραγωγής και των μεταφορικών μέσων.

Μέχρι σήμερα η ίδρυση της ΕΟΚ
δεν επενέργησε στον αναμενόμενο βαθμό προς αυτήν την κατεύθυνση, εν μέρει επειδή εξακολουθούν να είναι πολύ μεγάλες οι τυπικές νομικές δυσκολίες για την ίδρυση ''ευρωπαϊκών'' εταιριών ή για τη συγχώνευση επιχειρήσεων διαφορετικών χώρων, εν μέρει επειδή το ''μακρό κύμα'' της υψηλής οικονομικής συγκυρίας το διάστημα από το 1958 ως το 1964 δεν δημιούργησε την ανάγκη για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ορθολογικοποίηση.

Όμως όσο περισσότερο ξεφουσκώνει αυτό το ''μακρό κύμα'' της ψηλής οικονομικής συγκυρίας, όσο περισσότερο κατεβαίνει το ποσοστό κέρδους κι όσο περισσότερο απειλείται ταυτόχρονα από τον αμερικάνικο ανταγωνισμό, τόσο πιο γρήγορα πλησιάζει η στιγμή κατά την οποία το μεγάλο κεφάλαιο στο χώρο της ΕΟΚ αρχίζει να βλέπει τα προβλήματα του προσδιορισμού της τοποθέτησής του αποκλειστικά από τη σκοπιά της υψηλότερης αποδοτικότητας και ανεξάρτητα από εθνικοκρατικούς - κοινωνικούς ενδοιασμούς.

Η οικονομική ύφεση στη Δυτική Γερμανία του 1966 - 67 έδωσε ήδη δύο χτυπητά παραδείγματα ως προς αυτό, με την τάση των μεγάλων χημικών κοντσέρν να κάνουν την περιοχή του λιμανιού της Αμβέρσας πρωτεύουσα της ευρωπαϊκής χημείας (συμπεριλαμβανομένου ενός σχεδίου της Badische Anilin να μετατοπίσει την έδρα της εταιρίας εκεί) και με την απειλή των δυτικογερμανικών χαλυβουργικών κοντσέρν να μετατοπίσουν σε μεγάλη έκταση τους τόπους παραγωγής στις ολλανδικές ακτές (σύμφωνα με τη γενική τάση για μια ''παραθαλάσια χαλυβουργία'').

Ασφαλώς και στις δύο αυτές περιπτώσεις
δεν πρόκειται παρά για μιάν απειλή, που πιθανώς δεν θα πραγματοποιηθεί μέσα στους επόμενους μήνες και χρόνια. Επίσης μέχρι να δημιουργηθεί ένα σαφώς ευρωπαϊκό εμπορικό δίκαιο θα περάσουν πιθανώς μερικά χρόνια ακόμα.

Όμως τα παραδείγματα αυτά μας δείχνουν τη γενική κατεύθυνση της ιστορικής εξέλιξης. Υποδηλώνουν μιά τάση - έστω κι αν ακόμα είναι εμβρυακή - και εξηγούν επίσης ποιές ισχυρές αντίθετες τάσεις θα προκύψουν απ' αυτή την κατεύθυνση της εξέλιξης.

Αυτές οι αντίθετες τάσεις δεν είναι μόνο ο γενικός ιστορικός νόμος της αδράνειας της συνείδησης,
δηλαδή το οφθαλμοφανές γεγονός ότι η συλλογική συνείδηση των κοινωνικών τάξεων και εθνών συνήθως ακολουθεί κουτσαίνοντας την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, πράγμα που στην συγκεκριμένη περίπτωση που εξετάζουμε έχει σαν αποτέλεσμα πολυάριθμοι αστικοί και μικροαστικοί κύκλοι της Δυτικής Ευρώπης να εξακολουθούν να είναι αιχμαλωτισμένοι σε εθνικιστικούς τρόπους σκέψεις, ακόμα κι όταν αυτό δεν ανταποκρίνεται πιά στα ίδια τους τα κοινωνικά συμφέροντα.

Είναι επίσης το γεγονός ότι, η ειδωμένη από την αστική σκοπιά, ''θαυμαστή'' εδραίωση της όψιμης καπιταλιστικής κοινωνικής τάξης στη Δυτική Ευρώπη τα περασμένα δεκαπέντε χρόνια ήταν αποτέλεσμα μιάς ευαίσθητης ισορροπίας πολυάριθμων οικονομικών και κοινωνικών τάσεων, μιά ισορροπία που θα μπορούσε να εξουδετερωθεί με τη ριζική ορθολογικοποίηση της μεγάλης καπιταλιστικής βιομηχανίας στο χώρο της ΕΟΚ.

Ήδη σήμερα
η διαρθρωτική κρίση της οικονομίας εκείνων των περιοχών της ΕΟΚ που ήταν δομημένες πάνω στους λεγόμενους ''παλιούς βιομηχανικούς κλάδους'' (μεταξύ άλλων η Βαλλονία στο Βέλγιο, η βόρεια Γαλλία και η βιομηχανική περιοχή του Λούρου στη Γαλλία, εν μέρει η Γένοβα και η Τεργέστη στην Ιταλία) οδήγησε σε σοβαρές κοινωνικές ταραχές, που έφτασαν μέχρι μια γενική απεργία (στο Βέλγιο το 1960/1961) και σε μιά τοπική εξέγερση (στην Τεργέστη το 1965). Μιά παρόμοια διαρθρωτική κρίση αρχίζει τώρα να γεννιέται και στο Ρούρ.

Αν αυτή η τάση επικρατήσει ακόμα πιο έντονα, θα μπορούσε εξ αιτίας της να καταρρεύσει ολόκληρη η κοινωνική ισορροπία του όψιμου καπιταλισμού στην ΕΟΚ.


Εκείνοι οι κύκλοι των μεγαλοαστών που αντιπαραθέτουν τέτοιους πολιτικοκοινωνικούς ενδοιασμούς στον καθαρά οικονομικό ορθολογισμό, δεν είναι λοιπόν καθόλου ''οπισθοδρομικοί'', παρά κατά κάποιον τρόπο συλλαμβάνουν το συνολικό κοινωνικό συμφέρον των μεγαλοαστών με αποτελεσματικότερο τρόπο απ' ότι οι ''δραστήριοι'' της βιομηχανίας και της οικονομίας.

Ωστόσο σε τελευταία ανάλυση πρόκειται γιά μιά υποκειμενική αντίφαση και καθόλου για την απλή επιλογή ανάμεσα σε μιά κοινωνικά ηπιότερη και σε μιά κοινωνικά εκρηκτικότερη τακτική των επιχειρηματιών. Οι δρόμοι για τη λύση αυτής της αντίφασης - ειδωμένοι από την σκοπιά των μεγαλοκεφαλαιοκρατών - μπορούν να βρεθούν μόνο αν ο παράγοντας κράτος συμπεριληφθεί στην ανάλυση.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ το ΠΡΩΤΟ μέρος και ΕΔΩ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=7515

  © Blogger templates Newspaper by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP