Γιάννης Βερούχης: 7 Ιουνίου 1964, Απόφαση απεργιών
Έκλεισε ένας χρόνος από την ημέρα που χάσαμε το μεγάλο επαναστάτη αγωνιστή Γιάννη Βερούχη: Τον ατόφιο και ακηλίδωτο Επαναστάτη ο οποίος πλούτισε την εποχή του με το αλύγιστο σθένος του, το πελώριο αγωνιστικό και ηθικό του ανάστημα, με τις ιστορικές συνδικαλιστικές κατακτήσεις, τόσο στον κλάδο των λιθογράφων, όσο και στο σύνολο της εργατικής τάξης, και την ακούραστη επαναστατική διαπαιδαγώγηση νέων αγωνιστών.
Ο Γιάννης Βερούχης ήταν ένας χαρισματικός ηγέτης των εργατικών αγώνων, δεινός ρήτορας και με ξεχωριστά και σπάνια παιδαγωγικά, καθοδηγητικά και οργανωτικά προσόντα.
Στις 29 Μαΐου, οι συγγενείς, οι σύντροφοι και φίλοι του Γιάννη Βλαδίμηρου Βερούχη, αντάμωσαν στο ξενοδοχείο Τιτάνια στη μνήμη του, φρεσκάροντας τις ιστορικές, αγωνιστικές, μνήμες, ΟΧΙ σαν μοιρολόγι, αλλά σαν ΟΔΗΓΟ δράσης…
Εμπλουτίζοντας το αφιέρωμα για το έργο και τη ζωή του, δημοσιεύουμε το Ημερολόγιο της «Οδύσσειας» του Γιάννη Βερούχη και του Γιώργου Κώτσου: Η δραπέτευση από τις διώξεις της χούντας με τη βάρκα «Ματίνα».
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ: Ταξίδι Ελλάς-Ιταλία (13/9/67-30/9/67)
Τετάρτη 13/9/67
Αναχώρησις πρωΐ 9η π.μ. ώρα από Γλυφάδα. Φθάσαμε στο Λουτράκι στις 3μ.μ. Βασικά προβλήματα ήταν η φόρτωσις στο αυτοκίνητο (φορτηγό) και η εκφόρτωσις στο Λουτράκι. Εκεί κολήσαμε στην άμμο. Με την βοήθεια όμως των ψαράδων την ρίξαμε στο νερό. Κοιμηθήκαμε στην άμμο.
Πέμπτη 14/9/67
Βασική απασχόλησή μας ήτο η προμήθεια υλικών, και η τακτοποίησή τους στην βάρκα. Αγοράσαμε 58 γαλλόνια βενζίνη σε 11 πλαστικά δοχεία, κονσέρβες, νερό και τα είδη ταξιδίου. Ουδέν ιδιαίτερο παρουσίασε η ημέρα. Κοιμηθήκαμε στην άμμο.
Παρασκευή 15/9/67
Αναχώρησις 5η ώρα πρωϊνή διά Πόρτο Γερμενό για να συναντήσουμε φίλους μας που μας περίμεναν. Φθάσαμε στις 10 π.. Αναχωρήσαμε στις 11 π.μ. με κατεύθυνση δυτική. Η θάλασσα ήταν εντελώς ήσυχη. Αέρας ελαφρώς δυτικώς. Διαδρομή θαυμάσια. Το τοπίο εξαίρετο. Δεν συναντήσαμε ούτε χωριό ούτε πλεούμενο. Νυχτώσαμε στο ακρωτήριο «Πάγκαλος», κοινώς «Φονιάς». Αράξαμε σ’ ένα κολπίσκο και κοιμηθήκαμε στην άμμο. Σύνολον μιλίων 55 περίπου.
Σάββατο 16/9/67
Αναχώρησις 7η πρωϊνή. Εδώ συναντήσαμε την πρώτη φουρτούνα βγαίνοντας στον κάβο. Ο άνεμος ήτο βορειοδυτικός. Ταχύτητα περίπου 5 μποφόρ. Η θάλασσα πολύ άτσαλη. Η πρώτη δοκιμασία της βάρκας. Ευστάθεια καταπληκτική. Φάνηκε όμως ανεπαρκής η προετοιμασία μας στο θέμα του καλύματος. Η βάρκα ήταν εντελώς ανοικτή και είχαμε κόντρα τον καιρό. Όλα τα νερά της πλώρης ερχόντουσαν μέσα. Τα χέρια μας κουράστηκαν δουλεύοντας την τρόμπα. Η μηχανή βράχηκε και σταμάτησε. Αλλάξαμε μπουζί και ξαναξεκινήσαμε, για το Γαλαξείδι. Στις 4 μ.μ. σταματήσαμε σ’ ένα κολπίσκο έξω από το Γαλαξείδι. Διαδρομή 14 μίλλια σε 9 ώρες φοβερής ταλαιπωρίας. Βγάλαμε τα πράγματα και στέγνωσαν. Γέμισε η ακτή κουβέρτες, ρούχα και παντοειδή υλικά που βγήκαν από την βάρκα. Συναντήσαμε ένα βοσκό ονομαζόμενο Θεοχάρη και παραστήσαμε τους χωροφύλακες για να μην μας κλέψη τη νύχτα επειδή είδε τα λεφτά μας που στεγνώνανε στην άμμο. Μόλις στεγνώσαμε για καλό και για κακό αναχωρήσαμε για το Γαλαξείδι. Εκεί συμπληρώσαμε τις προμήθειες και κοιμηθήκαμε για πρώτη φορά στην βάρκα.
Κυριακή 17/9/67
Αναχωρήσαμε στις 7 το πρωΐ με ισχυρό βορειοδυτικό άνεμο. Πλέαμε εντελώς παραλιακά στις δαντελωτές ακτές, με αποτέλεσμα να διπλασιάζεται η διαδρομή. Ωραία τοπία της Παραλιακής Ρούμελης που σε κάθε κολπίσκο μικρά χωριουδάκια. Εντύπωση μας έκαναν τα έργα της ΔΕΗ, τα εγκαταλελειμμένα σπίτια και το πολύ πράσινο στα χωριά και βουνά.
Στις 3 το απόγευμα μας έπιασε βροχή, και αράξαμε στο χωριό Γλύφα, απέναντι στη νησίδα «Τροιζόνια». Ωραίο χωριάτικο φαγητό, πλύσιμο με γλυκό νερό, ξύρισμα, συμπλήρωση εφοδίων και ύπνο σε χωριάτικο σπίτι. Το απόγευμα κάναμε περίπατο σε διπλανό χωριό την «Παραλία». Το ωραιότερο χωριό που είδαμε με συγκοινωνία με το Αίγιον. Πολλά νερά, θαυμάσια αμμουδιά και πλατάνια σχεδόν μέσα στη θάλασσα. Την ημέρα αυτή διατρέξαμε 30 περίπου μίλια.
Δευτέρα 18/9/67
Αναχώρησις στις 4 μετά τα μεσάνυχτα. Ο καιρός κόντρα. Κατεύθυνση η «Πάτρα». Τα χαράματα παρά λίγο να κολλήσουμε σε κάτι ξέρες στο φανάρι του «Ρίο». Μετά το «Ρίο» βρήκαμε ισχυρά ρεύματα που νόμιζε κανείς ότι έβραζε η θάλασσα. Στις 8 το πρωΐ φθάσαμε στην «Πάτρα». Αμέσως άρχισε η αξιοποίηση της ήδη μικρής μας πείρας. Αγοράσαμε ξύλα και μουσαμάδες και σκεπάσαμε τη μισή μας βάρκα εξασφαλίζοντας τα πράγματα και τη μηχανή από τα νερά. Επίσης αγοράσαμε αδιάβροχα παντελόνια, γαλότσες, τρόφιμα, βενζίνη κτλ. Εδώ μας έγινε έλεγχος στα χαρτιά της βάρκας και ευτυχώς βρέθηκαν εντάξει. Κατόπιν αυτού φύγαμε αμέσως και αράξαμε για ύπνο στην άλλη άκρη του λιμανιού. Σύνολον μιλίων 21.
Τρίτη 19/9/67
Αναχώρησις 7 το πρωΐ. Κατεύθυνση η Ζάκυνθος. Η θάλασσα ήταν εντελώς ήρεμη. Στο ακρωτήριο «Πάππας» έξω από τον Άραξο δοκιμάσαμε ανεπιτυχώς το πανί λόγω του ελαφρού ανέμου. Μέχρι την «Κυλλήνη», η θάλασσα εντελώς ήσυχη. Μεταξύ Κυλλήνης και Ζακύνθου ισχυρός βορειοδυτικός άνεμος μας ταλαιπώρησε. Μεγάλα κύμματα που μας κράτησαν 4 ½ ώρες για διαδρομή 15 μιλίων. Η βάρκα μας πήγαινε θαυμάσια, κυριολεκτικά γλυστρούσε στα κύμματα. Η μηχανή δούλευε καλά και το σπράγιο που φτιάξαμε στη Πάτρα μας προφύλαξε από τα νερά. Αράξαμε σκοτάδι δίπλα στο λιμάνι της Ζακύνθου και πέσαμε στη βάρκα απευθείας για ύπνο. Είχαμε διατρέξει περίπου 52 μίλια.
Τετάρτη 20/9/67
Ξυπνήσαμε στις 6 το πρωΐ και μετατοπίσαμε τη βάρκα μακρύτερα από το λιμάνι. Συμπληρώσαμε τα τελευταία εφόδια και αναχωρήσαμε Νοτιοανατολικά απολαμβάνοντας τα ιδιόμορφα τοπία της Ζακύνθου. Γενικά όλα τα κτίσματα μας έκαναν ωραία εντύπωση για τον εντελώς δικό τους ρυθμό. Φθάνοντας στο ακρωτήριο στρίψαμε Νοτιοδυτικά γα το ξακουστό ακρωτήριο «Μαραθιάς». Μείναμε κατάπληκτοι από τα έργα των κυμμάτων. Πανύψηλα κάθετα βράχια και κατάφυτα που σχημάτιζαν μικρούς κολπίσκους με θαυμάσιες αμμουδιές. Δεν ήξερε κανείς τι να πρωτοθαυμάση. Λυπάται κανείς που αυτό το θαυμάσιο μέρος είναι άγνωστο στου Έλληνες. Στον Μαραθιά συναντήσαμε γερή θάλασσα, και γυρίσαμε πίσω στους κολπίσκους των κάθετων βράχων που υπήρχε απόλυτος ηρεμία. Κοιμηθήκαμε εκεί. Σύνολον μιλίων 19.
Πέμπτη 21/9/67
Ξεχάσαμε να αναφέρουμε ότι την προηγούμενη μέρα στείλαμε γράμματα στους δικούς μας ότι είμαστε καλά. Ξυπνήσαμε στις 7 το πρωΐ. Κάναμε μια μικρή βόλτα για να απολαύσουμε το τοπίο. Υπήρχαν άφθονες σπηλιές που έμπαινε η βάρκα μέσα. Από πάνω μας κρεμόντουσαν τα ακροβατικά πεύκα και πιο πάνω βολτάριζαν οι μοναδικοί κάτοικοι του κάβου, τα γεράκια. Μετά αράξαμε σε μικρή αμμουδιά και αρχίσαμε την τελική προετοιμασία. Καρφώματα, μουσαμάδες, σχοινιά, τακτοποίηση κ.τ.λ. Δέσαμε γερά μέσα στη βάρκα όλα μας τα πράγματα. Φυσικά μετά την τακτοποίηση δεν έμεινε χώρος για ύπνο αλλά δεν ενδιέφερε διότι στο εξής κατεργείτο. Τα μόνα πράγματα που έμειναν πίσω ήταν αδιάβροχα, χάρτες, πυξίδες. Στον Μαραθιά περιμέναμε να βραδυάση κυνηγώντας αγριοπερίστερα με το ψαροντούφεκο. Ο ήλιος έγερνε πια μια τελευταία τακτοποίηση στα πράγματα, μια τελευταία ματιά για την Ακτοφυλακή και ξεκινήσαμε στις 6 το απόγευμα της 21 Σεπτεμβρίου 1967. Εγκαταλείπαμε την Ελλάδα κυνηγημένοι. Η Ελλάδα πίσω μας, η Ιταλία εμπρός μας. Είμαστε αποφασισμένοι για όλα. Προχωρήσαμε βορειοδυτικά με κόντρα την θάλασσα περί τα 5 μίλια. Μόλις σκοτείνιασε στρίψαμε εντελώς δυτικά γιατί θεωρήσαμε την ακτή αφύλακτη. Μέχρι τα Μεσάνυχτα πλέαμε ολοταχώς με τον άνεμο νοτιοδυτικό. Βάρκα και μηχανή πήγαιναν περίφημα. Ρίξαμε την τελευταία ματιά στην Ελλάδα στο φως του φεγγαριού. Σύνολον μιλίων 25. Θέμα ύπνου δεν προέκυψε. Ήταν μεσάνυχτα.
Παρασκευή 22/9/67
Μεσάνυχτα. Η πρώτη νύστα. Αποφασίσαμε τις βάρδιες ανά δίωρο στο τιμόνι. Ο ύπνος στη ποδιά της βάρκας όπως είμασταν. Πορεία σταθερή δυτικά. Με την πυξίδα στο χέρι σημειώναμε στο χάρτη την πορεία μας με βάση την ταχύτητα της μηχανής, την αντίσταση των κυμμάτων και την κατεύθυνση του ανέμου. Στις 6 το πρωΐ σταματήσαμε για να γιορτάσουμε τη διαφυγή μας με μια κομπόστα και να ξεκουραστή και η μηχανή. Συνεχίσαμε δυτικά μέχρι την μοιραία στιγμή που χάλασε η μηχανή. Με βάση προγενέστερη συζήτηση του μηχανικού θεωρήσαμε ότι κάηκε η βαλβίδα εξαγωγής. Ανταλλακτικό δεν υπήρχε. Απείχαμε 44 μίλια από το τελευταίο άκρο της Δικτατορίας και 180 μίλια από το κοντινότερο σημείο της δημοκρατικής Ιταλίας. Ο καιρός ήτο νοτιοδυτικός και μας έστελνε απευθείας στην Κέρκυρα. Δεν έμεινε δρόμος εκλογής. Με τα δόντια, τα νύχια αλλά στην Ιταλία. Υψώσαμε το πανί. Ένα κουρελόπανο που το αγοράσαμε στην τελευταία στιγμή σαν υστάτη εφεδρεία. Δεν είχαμε ιδέα από ιστιοπλοΐα, αλλά προσαρμοστήκαμε αμέσως. Ο αέρας ήταν κάθετος στα πανί, σταθερά νοτιοδυτικός. Η δική μας κατεύθυνση σταθερά βορειοδυτική. Ο αέρας φαλτσάριζε στα πανιά και μας έδινε τη προώθηση των δύο μιλίων την ώρα. Προχωρούσαμε με την πυξίδα στο χέρι. Ήταν πια Μεσάνυχτα της 22/9/67. Σύνολον μιλίων 57.
Σάββατον 23/9/67
Κι αυτά τα Μεσάνυχτα άρχισαν οι βάρδιες γα τον ύπνο. Κοιμόμασταν με τα αδιάβροχα μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο. Τα κύμματα του Ιονίου πελάγους τεράστια σε μήκος και σε ύψος. Η βάρκα μας με τα 5 μέτρα μήκος της, γλυστρούσε σαν παιδικό παιχνίδι πάνω σε υδάτινους λόφους. Ο άνεμος σταθερός καθώς και η δική μας πορεία συνεχώς με την πυξίδα στο χέρι. Ο άνεμος μας έσπρωχνε στην Κέρκυρα και μεις φαλτσάροντας γλυστρούσαμε για τον Τάραντα της Ιταλίας. Αυτή η αδυσώπητη μάχη με τις μοίρες της πυξίδας μάς κρατούσε σε συνεχή αγωνία. Χάρτες, γραμμές πυξίδας και νέες αμφιβολίες. Μήπως δεν πιάσουμε στην Ιταλία; Μήπως πέσουμε ανατολικώτερα του ακρωτηρίου «Σάντα Μαρία» και πέσουμε στην ακτοφυλακή της Κερκύρας ή στην Αλβανία; Ξαναδοκιμάζουμε τη μηχανή, που μόλις δούλευε στο ρελαντί. Σε ψηλώτερη ταχύτητα έσβηνε. Δεν πειράζει, στο ρελαντί η μηχανή μαζί με το πανί εξασφαλίζαμε μια ταχύτητα 3 μιλίων την ώρα. Το μεσημέρι επιδεινώθηκε η κατάσταση. Ο καιρός είναι νοτιοδυτικός αλλά κατά 5 μοίρες βορειότερος, που σημαίνει 5 μοίρες βορειότερα και μεις. Η κατεύθυνσή μας είναι το «Σάντα Μαρία». Η αγωνία δυναμώνει μέχρι τα Μεσάνυχτα. Κατηφείς αρχίσαμε τις βάρδιες. Σύνολο μιλίων 52.
Κυριακή 24/9/67
Ημέρα αργίας. Μουσκεμένοι και παγωμένοι αλλάζαμε τις βάρδιες. Στις 2 μετά τα μεσάνυχτα και οι δυο στο πόδι. Ο αέρας έπεσε. Το πανί κρέμασε. Η πρώτη ιδιοτροπία των ανέμων. Ο αέρας εντελώς αντίθετος, βορειανατολικός. Άρχισε να μας σπρώχνει προς την Λιβύη της Αφρικής. Λοξά τα πανιά μας με κατεύθυνση την Καλαβρία, την άκρη του παπουτσιού της Ιταλίας. Νέα αισιοδοξία και νέος αγώνας με την πυξίδα και το πανί και τιμόνι στο χέρι. Είχαμε υψώσει την Ελληνική σημαία. Απ’ την κατεύθυνσή της παρακολουθούσαμε την κατεύθυνση του ανέμου. Η σημαία μας δείχνει αλλαγή ανέμου. Συμφορά μας, έπιασε βορειάς. Κατευθείαν βορειάς και δυνατός. Μαζί με όλα τ’ άλλα τα πρώτα σημάδια ασθενείας στον ένα μας. Ευτυχώς είχαμε φάρμακα. Η πρόβλεψη αυτή στάθηκε σωτήρια. Ο αέρας δυναμώνει, η θάλασσα θηριώδης, το κρύο τσουχτερό. Η βάρκα μας από τις κορφές των λόφων στο βάθος των χαράδρων , των κυμμάτων. Το κατάρτι τρίζει, το πανί σκίζεται και μεις συνεχίζουμε σταθερά δυτικά. Στη δύση του Ηλίου περιμέναμε μήπως δούμε τα βουνά της Ιταλίας. Πράγματι ο ήλιος δεν έδυσε στην θάλασσα, αλλά φάνηκαν οι δαντέλλες των βουνών της Ιταλίας. Νέα αισιοδοξία. Ξέραμε που βρισκόμαστε, επαληθευόταν η γραμμή πορείας στο χάρτη, αλλά τρέμαμε για μια νέα αλλαγή του καιρού. Φοβόμασταν τον βορειοδυτικό, που το άκουσμά του και μόνο είχε συνταυτισθεί με την αστυνομία. Η τρικυμία συνεχίζεται όπως και ο πυρετός στον ένα μας. Η μηχανή χαλασμένη καίει ελάχιστη βενζίνη και πετάξαμε 18 γαλλόνια βενζίνη στην θάλασσα για να ελαφρώσουμε. Την νύχτα ο ένας μας πέφτει στο σπιράϊο για ύπνο κι ο άλλος συνεχίζει. Μεσάνυχτα. Σύνολον μιλίων 56.
Δευτέρα 25/9/67
Η αντοχή τού ενός κράτησε μέχρι τις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Μαζεύουμε το πανί με θύελλα, ρίχνουμε την άγκυρα με πολύ σχοινί για να μην μας παρασύρη γρήγορα προς τα νότια και πέφτουμε στις 3. Στις 6 το πρωΐ τα κύμματα καβαλούσαν την βάρκα. Και οι δύο στο πόδι. Μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο. Η αρρώστεια είναι πολυτέλεια πια. Την αϋπνία την διαδέχεται το πείσμα, την κούραση την διαδέχεται το πείσμα. Πείσμα και πάλι πείσμα. Ο αέρας σφυρίζει στο κατάρτι και στα σχοινιά. Σηκώνουμε το πανί . Υπολογίζουμε ότι θα σπάση αλλά στηριζόμαστε στην αρχή που στηρίζεται όλο μας το ταξείδι: Ανά κάθε στιγμή τα παίζουμε όλα για όλα. Το πανί κάνει τρομακτικό θόρυβο. Η θάλασσα βουΐζει και μεις δεν είμαστε διατεθειμένοι να πέσουμε έστω και στον πάγκο, έστω και βρεγμένοι αν δεν φτάσουμε στην Ιταλία. Η πορεία μας είναι νοτιοδυτική. Στις 10 το πρωΐ ο καιρός γίνεται ανυπόφορος. Γιγάντια κύμματα με τρομακτικό αέρα που οι κορυφές τους πηδούν στη βάρκα. Η τρόμπα του νερού δουλεύει συνεχώς, ο κουβάς υποβοηθεί την τρόμπα και η βάρκα είναι μια μικρή λίμνη από νερό. Εμείς όμως συνεχίζουμε δυτικά. Βρισκόμαστε έξω από τις γραμμές των πλοίων. Τρεις μέρες τώρα δεν συναντήσαμε κανένα καράβι. Ο αέρας συνεχίζει, και μεις δυτικά. Δυτικά με μερικές μοίρες παρέκκλιση νοτιοδυτικά και πάλι δυτικά και πάλι νοτιοδυτικά. Η πάλη της πυξίδας με τα κύμματα συνεχίζεται. Η πρώτη ποικιλία. Δελφίνια γυρίζουν γύρω μας. Εμφανίζονται στις κορυφές των κυμμάτων και χάνονται. Ωραίο θέαμα αλλά και θαυμάσια παρέα. Περιμένουμε τη δύση. Στο άγγιγμα του ήλιου στην θάλασσα ξαναβλέπουμε τα βουνά της Ιταλίας, αλλά αυτή τη φορά μεγάλα. Δεν χωράει αμφιβολία είμαστε πράγματι τόσο κοντά όσο δείχνει η πορεία μας στο χάρτη. Νέα αγωνία. Ο καιρός γυρίζει βορειοδυτικός. Αυτό σημαίνει: στην καλύτερη περίπτωση να πιάσουμε το νότιο άκρο της Σικελίας. Στην χειρότερη περίπτωση η Λιβύη της Αφρικής. Αλλά ευτυχώς ο καιρός γυρίζει βόρειος. Η πορεία πάλι δυτική με 5 μοίρες νοτιοδυτικά. Το πανί έχει σχιστεί αρκετά. Έχει τρεις μεγάλες τρύπες. Σκοτάδι. Το φως ενός πλοίου. Ο καιρός πάλι βορειοδυτικός. Το πλοίο περνά κοντά μας. Ήταν μεγάλο επιβατικό. Κάναμε σήμα κινδύνου (S.O.S) με το φακό. Μας είδαν, αναβόσβησαν το φως τους και συνέχισαν την πορεία τους. Τι αισχροί ναυτικοί. Αηδιασμένοι συνεχίσαμε την πορεία μας. Ο καιρός πάλι βόρειος. Η πορεία συνεχίζεται . Όλα όπως πριν εκτός από τον ύπνο. Ο ένας μας κοιμήθηκε για λίγο. Μεσάνυχτα. Σύνολον μιλίων 25.
Τρίτη 26/9/67
Ο αέρας βόρειος αλλά μετριώτερος, η πορεία συνεχίζεται. Στις 3 μετά τα μεσάνυχτα, ο καιρός αλλάζει βορειοδυτικός, νέα αγωνία και νέα αλλαγή, πάλι βόρειος. Ο καιρός παίζει άσχημο παιχνίδι μαζί μας. Ο αέρας μειώνεται. Κοντεύει να ξημερώση. Σύμφωνα με το χάρτη μας, απέχουμε 15 μίλια από την Ιταλία. Ξημερώνει με αγωνία. Ερευνούμε δυτικά, θαμπά στις αρχές και καθαρώτερα μετά ξεχωρίζουν τα βουνά της Ιταλίας. Βγαίνει ο ήλιος και τώρα τα βλέπουμε καθαρά και κοντά. Φοβόμαστε όμως την αλλαγή του καιρού. Μας έχει γίνει συνείδηση. Δεν έχουμε εμπιστοσύνη αν δεν πατήσουμε το πόδι μας στο Ιταλικό χώμα. Πρωΐ ώρα 10 πλησιάζουμε την Ιταλία. Δεν ξέρουμε όμως εάν είναι η σωστή η πορεία του χάρτη μας ως προς το ύψος. Ένα είναι το ερώτημα. Ποιο μέρος της Ιταλίας είναι; Συνεχώς πλησιάζουμε. Διακρίνουμε πια καθαρά. Πάντα όμως αγωνιούμε μήπως αλλάξει ο άνεμος; Ο αέρας πέφτει εντελώς. Υπολογίζουμε την απόσταση σε 7 μίλια, και η κατάσταση επιδεινώνεται. Μαζεύουμε το πανί και ξαφνικά ο άνεμος αρχίζει ελαφρώς βορειοδυτικός. Συνεχίζουμε με το ρελαντί της μηχανής, 1 μίλι την ώρα, αλλά κι αυτή σταματά. Ο αέρας σταματά κι αυτός. Στεκόμαστε μπροστά στην Ιταλία ανίκανοι και παράλυτοι για οποιαδήποτε κίνηση. Αλλά δεν στεκόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια. Πετάμε στη θάλασσα κάθε περιττό βάρος, 18 γαλλόνια βενζίνη, ένα μπετόνι πετρέλαιο, ένα μπετόνι νερό κ.τ.λ. Βάζουμε τα κουπιά ώσπου να ξεκουρασθή η μηχανή για να μην χάνουμε καθόλου χρόνο. Δυστυχώς με τις προσθήκες στη βάρκα δεν υπάρχει χώρος για την κίνηση των κουπιών. Κρυώνουμε την μηχανή με κομπρέσες θαλασσινού νερού και αρχίζουμε 1 ½ μίλι την ώρα στο ρελαντί. Σε απόλυτη γαλήνη ταξιδεύουμε νωχελώς για την Ιταλική γη με τη μεγαλύτερη αγωνία. Διακρίνουμε χωριά, δρόμους, αυτοκίνητα ανθρώπους. Διαλέγουμε μια σχετικά έρημη ακτή και αράζουμε, στις 5μ.μ της 26/9/67. Κοιμηθήκαμε στη βάρκα. Διανύσαμε 26 μίλια.
Τετάρτη 27/9/67
Πρώτη μέρα στην Ιταλία. Επιστρατεύουμε μερικές λέξεις που βγάλαμε από το λεξικό. Στο χάρτη πρέπει να βρισκόμαστε 2 μίλια νοτίως της κωμοπόλεως «Μαρίνα ντι Μοναστηράκι». Ένας ψαράς μας λύνει την απορία. Βρισκόμαστε 4 μίλια βορείως της «Μαρίνα ντι Μοναστηράκι». Καταπληκτικό. 256 μίλια από τον Μαραθιά της Ζακύνθου με μια προσκοπική παιδική πυξίδα, μ’ ένα τουριστικό χάρτη, με φουρτούνες, με πανιά, με νυχτερινή πορεία και πέσαμε έξω μόνο κατά μήκος 6 μίλια. Μέχρι στιγμής έχουμε 447 μίλια, και μας υπολείπονται περίπου 70-80 μίλια για το λιμάνι «Ρήγιον» της Ιταλίας που κατευθυνόμαστε. Σηκωθήκαμε πολύ πρωΐ. Ο αέρας είχε πέσει. Αλλά ευτυχώς όχι εντελώς. Εξακολουθούσε νάναι βορηάς. Σηκώσαμε το πανί με κατεύθυνση νοτιοδυτική. Πηγαίναμε “costa-costa”. Η πρώτη επαφή μας με το Ιταλικό τοπίο. Η πρώτη επαφή μας με τους Ιταλούς ψαράδες. Το πρώτο δεν μας έκανε καμμιά ιδιαίτερη εντύπωση. Ήταν νωπές ακόμη οι εικόνες με τις ωραίες ακτές της Ρούμελης και της Ζακύνθου που δεν υπήρχε θέμα συγκρίσεως. Από τη μια η δαντέλλα, η ποικιλία, η συνεχής εναλλαγή, από την άλλη η μονοτονία της ατέλειωτης αμμουδιάς. Σταματήσαμε έναν ψαρά για να συνεννοηθούμε σχετικά με την πορεία μας. Έδειχνε ότι δεν μας πίστευε ότι ήρθαμε με βάρκα από την Ελλάδα. Παρακάτω συναντήσαμε κι άλλον, κι άλλον. Εμείς αρχίζαμε με το “buongiorno” και εκείνοι με το «σιγαρέτα;». Φυσικά τα τσιγάρα μας τέλειωσαν πολύ γρήγορα. Και το πράγμα διορθώθηκε με το λεξικό “Non fumare”. Ασχέτως όλων αυτών η πρώτη μέρα στις Ιταλικές ακτές μάς ήταν βασανιστική, τουλάχιστον ψυχικά. Δεν μπορούσαμε να απασχοληθούμε με τα όσα βλέπαμε. Το μυαλό μας ήταν στην Ελλάδα. Στις υποθέσεις των Δημοκρατικών Επιτροπών Αντιστάσεως (Δ.Ε.Α.), συνεχώς συζητούσαμε για επιτροπές, για εφημερίδες, πολυγράφους, πολυγραφάκια, δυναμίτες. Οι λέξεις αυτές επαναλαμβάνοντο συνεχώς. Αναφέροντο ονόματα συνεργατών συνεχώς. Και με ακόμη μεγαλύτερη στενοχώρια αναφέροντο οι χαμένοι. Συνεχώς μιλούσαμε γι αυτούς, αναπολούσαμε τις περασμένες μέρες που βρισκόμαστε με τους συνεργάτες, τους φίλους, τις οικογένειές μας. Είμασταν ακόμη στην Ελλάδα. Με αυτές τις σκέψεις και τις συζητήσεις κύλησε η μέρα. Βραδυάσαμε μπροστά σε μια ωραία κωμόπολη. Ρωτήσαμε, ήταν το αρχαίο «Λόκρι». Φουντάραμε την άγκυρα και κοιμηθήκαμε. Σύνολον μιλίων 19 σε 11 ώρες ταξείδι.
Πέμπτη 28/9/67
Ξεκινούμε πρωΐ, στην ίδια κατεύθυνση με τον ίδιο αέρα. Αισθανόμαστε εξαντλημένοι και αποφασίζουμε βελτίωση συσσιτίου. Επίσης αποφασίζουμε να χρησιμοποιήσουμε με λιγώτερη οικονομία το νερό. Πλύναμε το πρόσωπό μας με γλυκό νερό. Παρ’ όλο ότι οι συζητήσεις μας περιστρέφοντο γύρω από την Ελλάδα, αντιμετωπίζονται τα προβλήματα του σκοπού μας. Συζητάμε διεξοδικά πάνω στο πρόγραμμά μας και επαναλαμβάνουμε τις συζητήσεις με τους συνεργάτες των εφημερίδων του «Δ.Ε.Α» καθώς και τις σαφείς εντολές που είχαμε: τη συγκεκριμένη βοήθεια στη μαχομένη Ελλάδα της Δημοκρατίας χωρίς να αναμιχθούμε σε κόμματα και διαμάχες. Η μέρα πέρασε με αυτές τις απασχολήσεις. Προγραμματισμός και φρεσκάρισμα των εντολών. Διανύσαμε 32 μίλια. Αράξαμε δίπλα «Μελίτο ντι Σάλβο». Γράψαμε τα γράμματα της πλώρης «Θέλουμε πολιτικό άσυλο» στα Ιταλικά, γιατί από τους ψαράδες που είδαμε, διαπιστώσαμε ότι δεν καταλάβαιναν γιατί υπήρχαν τα γράμματα που είχαμε γράψει «Ζήτω η Δημοκρατία».
Παρασκευή 29/9/67
Το πρωΐ άρχισε με στενοχώριες δεν μας έμεινε καιρός να ασχοληθούμε ούτε με την αθλιότητα των Ιταλικών χωριών που βλέπαμε, ούτε με τις σκέψεις μας. Οι ακτές έστριβαν βορειοδυτικά, ο καιρός ήταν βόρειος. Ο αέρας φαλτσάριζε το πανί προχωρούσαμε περίπου μ’ ένα μίλι την ώρα. Βρισκόμασταν στην άκρη του Ιταλικού παπουτσιού. Οι ακτές από βορειοδυτικές γινόντουσαν βόρειες. Η πραγματικότητα είναι απλή: πρέπει να βαδίσαμε βόρεια με βορεινό άνεμο. Το πανί έχει μεγάλες τρύπες, προσπαθούμε περίπου μια ώρα να κάνουμε μανούβρες, με δυσκολία πετυχαίνουμε να μείνουμε στο ίδιο μέρος είναι μεσημέρι, φουντάρουμε την άγκυρα κα ξαπλώνουμε να ξεκουραστούμε απογοητευμένοι. Απέχουμε 15 μίλια από το Ρήγιο και πρέπει να περιμένουμε να αλλάξη ο αέρας. Έχουμε τρόφιμα για 4 ημέρες. Αλλά είναι φοβερά κουραστικό και να το σκεφθής, να έχης διανύσει 500 μίλια και να περιμένεις ολόκληρες ημέρες για άλλα 15. Μας έρχεται μια ξαφνική ιδέα, η μηχανή ήταν άχρηστη. Δεν χάναμε τίποτε αν την αποχαλούσαμε προσπαθώντας να τη φτιάξουμε. Λύνουμε πολλά εξαρτήματα, λύνουμε το καπάκι, διαπιστώνουμε ότι η βαλβίδα εξαγωγής στον άξονά της περνούσε από την εξάτμηση κι από την πολλή κάπνα δεν έκλεινε. Η βαλβίδα έμενε ανοιχτή στην έκρηξη και δεν υπήρχε δύναμη να ωθήση το έμβολο. Ρίξαμε λίγο λάδι στη βαλβίδα περιστρέψαμε το στρόφαλο και είδαμε ότι έκλεινε. Δέσαμε τη μηχανή και δοκιμάσαμε. Με μεγάλη μας έκπληξη την είδαμε να δουλεύει κανονικά όπως στην αρχή. Ήταν απόγευμα. Δεν είμασταν μηχανικοί. Αλλά γίναμε αναγκαστικά. Φυσικά κάναμε τρεις ώρες αλλά όλα αυτά δεν είχαν σημασία. Τώρα πια είμαστε ελεύθεροι. Όλα μας φαινόντουσαν παιχνίδι. Πέσαμε να κοιμηθούμε συμπληρώνοντας ημερολόγιο. Για ακόμη μια φορά σκεπτόμαστε την Ελλάδα και τις οικογένειές μας. Την άρρωστη και φυλακισμένη γυναίκα του ενός, την άρρωστη μάνα του άλλου. Είχε νυκτώσει. Πέρασε κι άλλη μια μέρα. Τα μίλια ήταν ελάχιστα.
Σάββατο 30/9/67
Αέρας δυνατός, βορειάς, φουρτούνα, μας χωρίζουν 15 μίλια από το Ρήγιον. Ξεκινάμε πρωΐ κόντρα στον καιρό η βάρκα πετάγεται όλη στον αέρα και χάνεται η πλώρη στα κύμματα. Η μηχανή δουλεύει θαυμάσια. Βάρκα και πλήρωμα είναι στο στοιχείο τους. Παίζουμε με την φουρτούνα. Περνάμε τα προάστεια του Ρήγιου. Παντού μας χαιρετάνε. Προχωρούμε ολοταχώς. Μπαίνουμε στο λιμάνι. Κάναμε μια βόλτα για να βρούμε πού να αράξουμε. Από παντού μας χαιρετάνε. Καπεταναίοι, πληρώματα, επιβάτες των καραβιών. Δυο πράγματα κάνουν εντύπωση, το μέγεθος της βάρκας και τα συνθήματα που έχει επάνω. Μαζεύεται πολύς κόσμος, αστυνομία και λιμενικοί. Δένουμε τη βάρκα και μας παίρνει το λιμεναρχείο. Αρχίζουν οι ανακρίσεις. Διαπιστώνουν από τα χαρτιά μας, ότι η βάρκα είναι δική μας. Η συνεννόηση είναι τρομερά δύσκολη. Το ταξείδι έχει πια τελειώσει. Οι Λιμενικοί μας βλέπουν σαν ναυτικούς, μας κοιτάνε έκπληκτοι για τους χάρτες, την πυξίδα και το δρομολόγιο. Μιλάνε όλο για αυτά ενώ εμείς για το πολιτικό άσυλο. Η συζήτηση τελειώνει. Μας περιλαμβάνει η αστυνομία. Μια νέα άσχημη περιπέτεια για μας.
ΣΥΝΟΛΟ ΜΙΛΙΩΝ 517.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ: 5 ΗΜΕΡΕΣ ΦΥΛΑΚΗ, 5 ΗΜΕΡΕΣ ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΕΙΝΗΣ.
Γιάννης Βερούχης: Πρωτομαγιά 2002
Διαβάστε επίσης και τα προηγούμενα αφιερώματα για την ιστορία και το έργο του Γιάννη Βερούχη.
ΕΔΩ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=4621
ΚΑΙ ΕΔΩ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=5655