Π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός
Ὁμότιμος Καθηγητής Παν/μίου Ἀθηνῶν
1. Ἡ ἀποκτηθεῖσα ἐμπειρία ἀπό τήν προενταξιακή διαδικασία (ἀπό τό 1958) καί τήν μετέπειτα ἒνταξή μας στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ὁδήγησε σέ κάποιες ἀξιωματικές ἀρχές, ὡς σταθερές τῆς πορείας μας μέσα σ’ αὐτήν.
Ἡ πρώτη ἀρχή εῖναι, ὃτι τό πρόβλημα δέν εῖναι ἡ Εὐρώπη, ὃπως δέν ὑπῆρξε ποτέ πρόβλημα κάθε ἀναγκαστικός ἀναπροσανατολισμός τῆς ἐθνικῆς μας πολιτικῆς σ’ ὃλη τήν ἱστορική μας διάρκεια. Τό πρόβλημα εἴμαστε ἐμεῖς, ἡ δική μας δηλαδή παρουσία μέσα στήν Εὐρώπη.
Ἡ δεύτερη ἀρχή εῖναι, ὃτι τό πρόβλημα τῆς Εὐρώπης δέν εῖναι πρώτιστα πολιτικό ἢ οίκονομικό, ἀλλά πνευματικό καί πολιτιστικό. Διότι τό ἀμείλικτο ἐρώτημα εῖναι, ποιόν ἀνθρωπο καί ποιά κοινωνία μπορεῖ νά παραγάγει ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη, καί τελικά ποιόν πολιτισμό.
Εῖναι πράγματι γεγονός, ὃτι μέσα στήν νέα μεγάλη μας Πατρίδα κρίνεται ἡ ταυτότητά μας, ἀλλά καί ἡ ἱστορική μας συνέχεια καί συνεπῶς ἡ ἱστορική (μέ ὃ,τι σημαίνει αύτό) ἐπιβίωσή μας.
Ἡ ἀποτίμηση ὃμως τῆς Εὐρώπης, ὡς μητέρας τοῦ Δυτικοῦ Κόσμου, εῖναι θέμα προοπτικῆς. Ὑπάρχουν δύο προοπτικές: ἡ ἑλληνορθόδοξη καί ἡ οὐνιτίζουσα τῶν εὐρωπαϊστῶν μας. Οἱ πρῶτοι διαπιστώνουν στόν πολιτισμό διαφοροποιήσεις καί ἀποστασιοποίηση. Οἱ δεύτεροι, συμπτώσεις καί ταύτιση. Τό tertium comparationis,τό σημεῖο ἀναφορᾶς, εῖναι ὁ πολιτισμός. Καί εῖναι γνωστό, ὃτι καρδιά τοῦ πολιτισμοῦ εῖναι ἡ παιδεία, ὡς καλλιέργεια καί διάπλαση τοῦ ὃλου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στήν συλλογική πραγμάτωσή του παράγει τόν πολιτισμό, ὡς ὀργάνωση καί διευθέτηση τοῦ κοινωνικοῦ χώρου, σύμφωνα μέ τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς του. Διότι, ὃπως εῖπε ὁ γνωστός ἱστορικός τῶν πολιτισμῶν καί διακεκριμένος διπλωμάτης Arnold Toynbee «ψυχή τοῦ πολιτισμοῦ εῖναι ὁ πολιτισμός τῆς ψυχῆς»! Ἀκριβῶς τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς διαμορφώνεται μέ τήν Παιδεία, τήν ὃλη ἀγωγή δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου.
2. Ἡ Εὐρώπη, τῆς προκαρλομάγνειας περιόδου, ξεκίνησε μέ τρία βασικά θεμέλια: τόν Ρωμαϊκό Κρατικό φορέα, πού βαθμιαῖα ἐκχριστιανίσθηκε (ὃσο μπορεῖ νά ἐκχριστιανισσθεῖ τό Κράτος)΄ τόν ἑλληνικό πολιτισμό, μέ σταθερό φορέα του τήν ἑλληνική γλώσσα καί τόν Χριστιανισμό, ὡς ἀποστολικοπατερική Ὀρθοδοξία. Οἱ παράγοντες αὐτοί, μέ τήν σύνθεσή τους, παρήγαγαν τόν πολιτισμό τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης τῆς πρώτης χιλιετίας. Ἡ Εὐρώπη, στήν ὁποία ζοῦμε καί κινούμεθα σήμερα, προῆλθε ἀπό τήν διαλεκτική διαφόρων ἰδεολογικοφιλοσοφικῶν συστημάτων, πού διαμορφώθηκαν στόν δυτικό μεσαίωνα:
α) τόν σχολαστικισμό, τήν ἐκφιλοσόφηση καί ἐκκοσμίκευση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τήν μετατροπή του σέ σύστημα ἐπιστημονικό.
β) τόν νομιναλισμό, πού ἐκφράζεται ὡς δυαλισμός (φιλοσοφικά) καί ἀτομισμός (ὠφελιμισμός) κοινωνικά καί εῖναι τό DNA τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀτομικῆς καί συλλογικῆς συνείδησης.
γ) τόν οὐμανισμό τῆς Ἀναγέννησης.
δ) τόν διαφωτισμό, τήν αὐτοθεοποίηση δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου μέ ὃλες τίς σχετικές συνέπειες. Ἀπό τό “credo, ut intelligam” (πιστεύω γιά νά κατανοήσω) τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἒφθασε ἡ Δυτική Εὐρώπη στό “cogito, ergo sum” τοῦ Καρτεσίου, τήν ἀπολυτοποίηση τῆς διάνοιας καί τῆς λογικῆς, ὡς ἀπόλυτου κριτηρίου τῶν ἀνθρωπίνων. Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς διαφωτιστικῆς συγκρότησης τῆς Εὐρώπης ἐκφράσθηκε μέ μιά συμβολική πράξη τοῦ Ροβεσπιέρου: Μία κοινή γυναίκα τοποθετήθηκε γυμνή στήν «ἁγία Τράπεζα»τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων καί λατρεύθηκε ὡς Θεά Λογική (Raison).
Ἡ ἑλληνορθόδοξη Ἀνατολή καί ὣς ἓνα σημεῖο ὃλη ἡ ἀρχαία Ἑνωμένη Εὐρώπη, μέ ἐντελῶς διαφορετικές παιδευτικές προϋποθέσεις, ἒφθασαν σέ ἓναν πολιτισμό, πού βιώνεται ὣς σήμερα στούς ὑπαρκτικούς θύλακες τῆς παράδοσής μας, κυρίως στά μοναστήρια.
3. Θεμελιακά συστατικά τοῦ ἑνιαίου αὐτοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ εῖναι:
α) Ἡ ἰσορροπία τῶν σχέσεων μέ τόν Θεό,τόν συνάνθρωπο καί τόν ἑαυτό μας, σέ ἓνα τρισορθογώνιο σύστημα βιωματικῆς ἀναφορᾶς, πού συνιστᾶ τήν ἀκεραιότητα καί ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὃπως φαίνεται στήν περίπτωση τοῦ «Ἁγίου», πού εῖναι τό βιοκοινωνικό πρότυπο τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ λειτουργικές φράσεις «ἂνω σχῶμεν τάς καρδίας», «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῶ τῶ Θεῶ παραθώμεθα», ἢ «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἳνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν΄Πατέρα, Υἱόν καί Ἃγιον Πνεῦμα...» εῖναι οἱ συντεταγμένες αὐτῆς τῆς συνείδησης, πού ὁδηγεῖ σέ ἀνάλογο ῆθος.
β) Ἡ ὑπέρβαση τῆς θρησκείας καί τῆς θρησκειοποίησης τῆς πίστεως, ὡς τρόπου ὑπάρξεως καί ἀναφορᾶς ὃλου τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό μέ συνεχή ζήτηση τῆς Χάρης Του.Ὂχι φυσικά μέ τήν θρησκευτική ἒννοια τῆς δοσοληψίας, (do ut des), ἀλλά ὡς βίωση καί ἒκφραση τῆς συνειδήσεως, ὃτι «ἐν αὐτῶ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» (Πράξ. 17,2 καί ὃτι «χωρίς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. 15,5).
γ) Ἡ προτεραιότητα τῆς καρδιᾶς, ὂχι μόνο ὡς πηγῆς τῶν συναισθημάτων, ἀλλά ὡς κέντρου τῆς ὑπάρξεως, στό ὁποῖο συντελεῖται ἡ κοινωνία μέ τήν θεϊκή Χάρη, πού παράγει τό Χριστοειδές ῆθος. Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη δέν εῖναι μόνο ἡ ἀφετηρία τοῦ ἀγώνα γιά τήν θέωση, τόν ἀπόλυτο σκοπό τῆς ὓπαρξης, ἀλλά καί γιά τήν δυνατότητα σχέσης ἀνιδιοτέλειας μέ τούς συνανθρώπους. Στό πανηγύρι ἢ τό γλέντι του ὁ Ἓλληνας εὒχεται: «καλή καρδιά», πού παραπέμπει στόν ἀναστάσιμο ὓμνο «ἐν καθαρᾶ καρδίᾳ Σέ δοξάζειν». Χωρίς «καθαρή»-«καλή»-φιλόθεη δηλαδή καί φιλάνθρωπη καρδία, δέν εῖναι δυνατόν νά συμπηχθεῖ αὐθεντική διανθρώπινη κοινωνία.
Τό πνεῦμα τῆς ἀνιδιοτέλειας ἐκφράζει ἡ μοναδική στόν κόσμο ἑλληνική παροιμία: «κάμε τό καλό καί ρἰξ’ το στό γυαλό», πού δέν εῖναι παρά νεώτερη ἀπόδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου: «μακάριόν ἐστιν διδόναι μᾶλλον ἢ λαμβάνειν» (Πραξ. 20,25). Αὐτή εῖναι ἡ πνευματική μήτρα, πού γεννᾶ στούς αἰῶνες τό ἑλληνορθόδοξο ὁλοκαύτωμα, ὡς ἑκούσια αὐτοθυσία γιά τούς ἂλλους. Θερμοπύλες, Ἀλαμάνα, Μανιάκι, Κούγκι, Ζάλογγο, Ἀρκάδι εῖναι ὁριακές στιγμές τοῦ ἑλληνικοῦ ὁλοκαυτώματος. Αὐθεντικός ἂνθρωπος στήν κοινή εὐρωπαϊκή παράδοση εῖναι ὁ Ἃγιος, ὁ ἐν Χριστῶ ἀναγεννημένος ἂνθρωπος, τό ἀρχετυπικό πρότυπο τῆς ἀρχαίας Ἑνωμένης Εὐρώπης. Εῖναι ὁ ἂνθρωπος, πού ζεῖ χαρισματικά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ πρό τοῦ πάθους Του: “ «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἒχει, ἳνα τις θῆ τήν ψυχήν αὐτοῦ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. 15,13).
4. Αὐτό τό φρόνημα καλλιεργοῦσαν οἱ Ἃγιοι τῆς προσχισματικῆς Εὐρώπης καί αὐτός ῆταν ὁ καρπός τῆς παιδείας καί ἀγωγῆς, πού προσφερόταν ἀπό τούς ἁγίους τῆς Ἀνατολῆς καί Δύσεως, μέ πρωτοπόρους τούς τιμώμενους σήμερα Τρεῖς Ἱεράρχες. Ἡ ἐπιλογή καί κοινή ἑορταστική τιμή τους τήν 30η Ἰανουαρίου ἀπό τόν 11ο αίώνα, συνιστᾶ ἀναγνώρισή τους ὡς αὐθεντικῶν μαρτύρων τῆς σώζουσας πίστης καί προβολέων τῆς γνήσιας ἑλληνοχριστιανικῆς ἀγωγῆς, ἀλλά καί προπάντων τῆς παιδείας τῆς παράδοσής μας.
Τό ἲδιο νόημα εῖχε καί ἡ συνέχιση τῆς σημερινῆς Ἑορτῆς στά Ἀνώτατα Πνευματικά μας Ἱδρύματα, ἢδη ἀπό τό 1826 στό πρῶτο ἑλληνικό Πανεπιστήμιο, τήν περίλαμπρη «’Ιόνιο Ἀκαδημία» (Κέρκυρα) καί ἀπό τό 1842 στό Πανεπιστήμιο τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ λόγος καί ἡ πράξη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εῖναι τό παιδευτικό καί παιδαγωγικό Ἐγκόλπιο, ὂχι μόνο τοῦ Ἒθνους μας, ἀλλά καί σύνολης τῆς Ὀρθοδοξίας, πού τιμᾶ ἐξ ἲσου μέ μᾶς σήμερα τούς Μεγάλους αὐτούς Πατέρες καί Διδασκάλους.
5. Τό πρόβλημα τῆς παιδείας ἐπικεντρώνεται στήν νοηματοδότηση τῶν ἀνθρωπίνων καί τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἒτσι προβάλλεται στόν λόγο καί τήν ποιμαντική διακονία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού συνοψίζονται στά ἀκόλουθα σημεῖα:
α) Δέν εῖναι ἁπλή ἐκπαίδευση, μύηση δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου σέ μιά ἀναπαραγόμενη γνώση, πού τόν καθιστᾶ γρανάζι τῆς κρατικῆς μηχανῆς (ὂν παραγωγικό). Στήν περίπτωση αὐτή τό κύριο ἐνδιαφέρον εῖναι γιά τήν τελειοποίηση τῶν μηχανῶν καί ὂχι τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ χριστιανική παιδεία εῖναι ἀγωγή τοῦ ἀνθρώπου μέ μορφωτικό πρότυπο ὂχι τόν καλόν κἀγαθόν ἂνθρωπο, ἀλλά τόν Θεάνθρωπο. Αὐτό εῖχε κατά νοῦν ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὃταν ἒλεγε: «Πάντα δεύτερα ἒστω τῆς προνοίας τῶν παίδων»(PG 62,151). Αὐτή ἡ παιδεία συνδέεται ἂμεσα πρῶτα μέ τόν χῶρο τῆς οἰκογένειας. Οἱ Τρεῖς ἱεράρχες γνώρισαν στά πρόσωπα τῶν γονέων τους, καί μάλιστα τῶν μητέρων τους, ἀπαράμιλλα πρότυπα ἀγωγῆς. Ὁ Μέγας Βασίλειος ὁμολογεῖ, ὃτι ἡ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς του δέν ῆταν παρά ἐποικοδομή στίς καταβολές, πού ἒθεσαν ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια καί ἡ γιαγιά του Μακρίνα: «ἣν ἐκ παιδός, γράφει, ἒλαβον ἒννοιαν περί Θεοῦ παρά τῆς μακαρίας μητρός μου καί τῆς μάμμης μου Μακρίνης ταύτην αὐξηθεῖσαν ἒσχον ἐν ἐμαυτῶ» (32,825). Στό σημεῖο αὐτό συναντῶνται οἱ Πατέρες μας μέ τόν τραγικό Εὐριπίδη: «ἂν κρηπίς μή καταβληθῆ γένους ὀρθῶς, ἀνάγκη δυστυχεῖν τούς ἐκγόνους» (Ἡρακλῆς μαινόμενος, 1261). Ἡ διαχρονικότητα δέ αὐτῆς τῆς νοηματοδότησης τῆς παιδείας στήν ἑλληνική παράδοσή μας φαίνεται ἀπό τόν λόγο τοῦ Πατροκοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ πρός τούς γονεῖς: «Ἁμαρτάνετε πολύ νά τά ἀφήνετε (δηλ. τά παιδιά σας) ἀγράμματα καί τυφλά, καί μή μόνον φροντίζετε νά τούς ἀφήνετε πλούτη καί ὑποστατικά, καί μετά τόν θάνατον σας νά τά τρῶν’ καί νά σᾶς πισολογοῦν (νά σᾶς τά ψέλνουν) κι ὃλας. Καλύτερα νά τά ἀφήνετε πτωχά καί γραμματισμένα, παρά πλούσια καί ἀγράμματα»!
β) Ἡ παιδεία συνδέεται ὃμως καί μέ τό πρόσωπο τοῦ διδασκάλου. Στό σημεῖο αὐτό γίνεται ταύτιση ποιμαντικῆς καί παιδαγωγίας.Τό δυαδικό σχῆμα τῆς πνευματικῆς μας παράδοσης πνευματικός πατέρας – πνευματικό τέκνο ἐκφράζεται ἐξίσου καί μέ τήν δυάδα: Διδάσκαλος-Μαθητής. Ναός καί σχολεῖο στόν πολιτισμό μας βρίσκονται σέ σχέση ἀμοιβαιότητας καί συμπληρωματικότητας, ὡς χῶροι διαποίμανσης καί διαμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου. Τό βάρος πέφτει ὃμως στό ῆθος καί τό παράδειγμα τοῦ διδάσκοντος. «Ὁ γάρ μή ποιῶν καί διδάσκων (πρβλ.Ματθ. 6, 19) ἀναξιόπιστός ἐστιν εἰς ὠφέλειαν», κατά τόν Μ. Βασίλειο (PG 30,497), ὁ ὁποῖος δέν παραλείπει νά διατυπώσει τόν σκεπτικισμό του γιά τούς διδασκάλους τῆς ἐποχῆς του: «Πολλῶν μέν ἀκήκοα λόγων ψυχωφελῶν, πλήν παρ’ οὐδενί (!) τῶν διδασκάλων εῦρον ἀξίαν τῶν λόγων τήν ἀρετήν» (PG 32,358).
γ) Εῖναι παιδεία θεοκεντρική. Ὁ σκοπός τῆς παιδευτικῆς λειτουργίας εῖναι κατά τόν Μ. Βασίλειο «ὁμοιωθῆναι Θεῶ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπου φύσει. Ὁμοίωσις δέ οὐκ ἂνευ γνώσεως, ἡ δέ γνῶσις οὐκ ἐκτός διδαγμάτων» ( PG 32,69). Σ’ αυτό τό σημεῖο ἀναδύεται ἡ προβληματική τῆς στοχοθεσίας τῶν ἐκπαιδευτικῶν προγραμματισμῶν. Ἡ προτεραιότητα τοῦ οἰκονομισμοῦ καί μιᾶς ἐνδοκοσμικῆς ἐσχατολογίας, μέσα σέ χιλιαστικά ὁράματα εὐημερίας, ὁδηγεῖ στό ἀνθρωποείδωλο τοῦ “homo oeconomicus”. Ἡ παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν πρωταρχικά ἀποβλέπει στήν ἐν Χριστῶ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Προεκτείνοντας τόν λόγο τοῦ Μενάνδρου (ὡς χαρῆεν ἂνθρωπος, ὃταν ἂνθρωπος ῆ») ὁ Χρυσόστομος διακηρύσσει: «ἂνθρωπον γάρ ἐκεῖνον ἂν καλέσαιμι τόν τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ διασώζοντα... Τό ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Δεσπότου κατακολουθεῖν, τοῦτο ἂνθρωπος» (PG 53,201). Κάθε ἂνθρωπος , κατά τόν Μ. Βασίλειο εῖναι «θεός κεκελευσμένος», ἒχει δηλαδή μέσα του τήν ἐντολή νά γίνει Θεός κατά χάρη. Ἡ ἀξία, συνεπῶς, ἢ ἀπαξία τοῦ ἀνθρώπου ὁρίζεται ἀπό τήν σχέση του μέ τόν Θεό. «Ψυχῆς δέ ἀνθρωπίνης οὐδέν οὓτω τεκμήριον ὡς τῶν θείων ἐρᾶν λογίων» (Ἰω. Χρυσοστόμου, PG 51,113). Σ’ αὐτή τήν πραγματικότητα ζοῦμε μόνιμα οἱ Ἓλληνες, ὃταν ἀξιολογώντας τόν ἂνθρωπο διερωτώμεθα «ἂν ἒχει Θεό μέσα του» καί δέν εῖναι «ἀθεόφοβος» ἢ «θεομπαίχτης». Κατά τόν Χρυσόστομο,. «εἰ τούς παῖδας ἐπαιδεύομεν φίλους εῖναι τῶ Θεῶ, πάντα ἂν ἀνεπήδησε τά λυπηρά καί μυρίων ἀπηλλάγη κακῶν ὁ βίος ὁ παρών» (PG 51, 327).
δ) Σκοπός τῆς παιδείας δέν εῖναι ἡ πολυμάθεια, ἀλλά ἡ ἐν Χριστῶ μόρφωση τοῦ νέου ἀνθρώπου. Αὐτό βέβαια δέν ὁδηγεῖ στήν ἀμάθεια. Μέ τό νά σᾶς προτρέπω, λέγει ὁ Χρυσόστομος, νά διδάσκετε στά παιδιά σας τήν Ἁγία Γραφή, «μή νομιζέτω με νομοθετεῖν ἀμαθεῖς τούς παῖδας γίνεσθαι. Οὐ κωλύων παιδεύειν ταῦτα λέγω,ἀλλά κωλύων ἐκείνοις μόνοις προσέχειν» (PG 47,368). Στόν Πλάτωνα, ἂλλωστε, ἀποδίδεται ὁ παράλληλος λόγος: «ἐπιστήμη χωριζομένη ἀρετῆς, πανουργία οὐ σοφία».
ε) Ἡ παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν βοηθεῖ στήν ἱεράρχηση τῶν ἀνθρωπίνων καί τήν δημιουργία ρεαλιστικῆς φιλοσοφίας ζωῆς. Ἀρχή γίνεται μέ τήν αὐτογνωσία. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Μικρός εἰμί καί μέγας, ταπεινός καί ὑψηλός, θνητός καί ἀθάνατος, ἐπίγειος καί οὐράνιος» (PG 35,785). Ὁ ἂνθρωπος μέ τήν μετοχή του στό Ἂκτιστο, γίνεται «μέγας κόσμος ἐν μικρῶ» PG 36,524). Τότε μόνο ἀκολουθεῖ ἡ εὒστοχη ἱεράρχηση τῶν ἀνθρωπίνων: «Ὑπερορᾶν μέν σαρκός –προτρέπει ὁ Μ. Βασίλειος- παρέρχεται γάρ΄ ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου» (PG31, 204). Καί ὁ Χρυσόστομος συχνά ἐπαναλαμβάνει: «Ἀποδημία ὁ παρών βίος... ὁδίτης εῖ ...Πανδοχεῖόν ἐστιν ὁ παρών βίος» (PG 52, 401) Εῖναι ἡ συνείδηση, πού φθάνει μέχρι τούς νεώτερους Πατέρες μας, ὃπως ὁ Πατροκοσμᾶς: «Ἡμεῖς, Χριστιανοί μου, ἒλεγε, δέν ἒχομεν ἐδῶ πατρίδα. Διά τοῦτο καί ὁ Θεός μᾶς ἒβαλε τόν νοῦν μας εἰς τό ἐπάνω μέρος, διά νά στοχαζώμεθα πάντοτε τήν οὐράνιον βασιλείαν, τήν ἀληθινήν πατρίδα μας».
ς) Ἡ εὐρύτητα τῆς σκέψης τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν φαίνεται ἀπό τήν θετική ἀξιολόγηση τῆς τεχνικῆς παιδείας, τῆς ὁποίας δέχονται τήν χρησιμότητα καί σπουδαιότητα. Σέ ἐποχή πού οἱ χειρωνακτικές τέχνες ὀνομάζονταν «βάναυσοι», θά πεῖ ὁ Χρυσόστομος: «Μή καταφρονῶμεν τῶν ἀπό χειρῶν τρεφομένων, ἀλλά μᾶλλον αύτούς μακαρίσωμεν διά τοῦτο» (PG 51,193). Προτρέπει μάλιστα, νά θαυμάζουμε τόν λασπωμένο καί μουτζουρωμένο ἐργάτη (PG 61,1017). Ἐντροπή πρέπει νά προκαλοῦν μόνο «οἱ εἰκῆ τρεφόμενοι καί ἀργοῦντες», ὃσοι χρησιμοποιοῦν ὑπηρέτες καί ζοῦν μέ τόν κόπο τῶν ἂλλων (PG 61, 47).
ζ) Ἡ παιδεία κατά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες εῖναι ζήτηση τῆς Ἀλήθειας καί μύηση σ’ αὐτήν. Αὐτό σημαίνει καί ὁ ἑλληνικός ὃρος φιλο-σοφία. Ἡ ζητούμενη δέ σοφία εῖναι κατ’αὐτούς ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὡς ἒνσαρκη Παναλήθεια. Ἡ ἐπιστήμη θεραπεύεται ὡς λειτουργία ψηλάφησης τῶν θείων ἐνεργειῶν μέσα στήν Κτίση. Οἱ τέχνες ἀσκοῦνται ὡς πραγμάτωση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί ἀλληλοδιακονία. Ἡ ζήτηση τῆς Ἀλήθειας (φιλοσοφία), ἡ ἀγάπη γιά τό ὡραῖο (φιλο-καλία), ἡ θεραπεία τοῦ δικαίου, ἀστασίαστα συστατικά τῆς ἀνθρώπινης ὓπαρξης, καταφάσκονται ἀπό τούς Πατέρες μας καί κυρίως ἀπό τόν Μ. Βασίλειο, πού κατεῖχε σέ ὑπέρτατο βαθμό ὃλες τίς ἐπιστῆμες στήν ἐποχή του (PG 31, 389-392΄ 416).
η) Ὁ ἀπώτερος ὃμως σκοπός τῆς παιδείας εῖναι κατά τούς Πατέρες μας ἡ ὁλοτελής ἒνταξη τοῦ ἀνθρώπου στό συλλογικό-κοινωνικό σῶμα. Εῖναι, συνεπῶς, παιδεία κοινωνική, ἀνατρεπτική κάθε πραγματικῆς ἢ ὑποθετικῆς σύγκρουσης προσώπου καί κοινωνίας. Ὁ Μ. Βασίλειος εῖναι ὁ ὀργανωτής τοῦ κοινοβίου, ὡς συνέχειας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν «κοινῶν», τά ὁποῖα ἐθαύμαζε («αἰδεσθῶμεν τά τῶν Ἑλλήνων κοινά», ἒλεγε).
Ἡ παιδεία πού ἐνσάρκωσαν καί ὑπηρέτησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες θεμελιώνει καί ὑποστασιώνει ἓνα πολιτισμό, πού βρίσκεται στά πνευματικοκοινωνικά θεμέλια τῆς ἀρχαίας Εὐρώπης. Τό ἐρώτημα ὃμως, πού προκύπτει εῖναι, ποιά σχέση ἒχει ἡ σημερινή Εὐρώπη, σ’ ὃλο τό φάσμα της, μέ τήν πολιτιστική αὐτή παράδοση. Φοβοῦμαι ὃτι, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι διασώζουμε ἀκόμη ἁπτά ἲχνη αὐτοῦ τοῦ ἢθους, στόν δυτικό κόσμο ἡ παιδεία αὐτή ἒχει πιά χαθεῖ.
6. Ἡ Εὐρώπη, σχεδόν στό σύνολό της, ἒχει χάσει τόν Θεό τῶν πατέρων της. Ὁ Θεός εῖναι τό πρόβλημα τῆς Εὐρώπης. Ἐντασσόμενος μέσα σέ δικανικά καί φιλοσοφικά σχήματα, ἒγινε ἀγνώριστος. Μετά τήν ἒξωση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν κόσμο (Deismus), ἒφθασε ὁ δυτικός κόσμος τόν 20ο αἰώνα στήν «θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ» ( τοῦ νεκροῦ Θεοῦ), ἑνός Θεοῦ πού δέν ἒχει πιά σχέση μέ τόν ἂνθρωπο καί τόν κόσμο. Μαζί ὃμως μέ τόν Θεό χάθηκε καί ὁ ἂνθρωπος καί ἡ δυνατότητα σύμπηξης ἀδελφικῆς κοινωνίας, παρά τήν καύχηση γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης, πού καταντᾶ ἐπιστημοπληξία. Διότι, ὃπως παρατήρησε ὁ Μακρυγιάννης: «Αὐτεῖνοι (=οἱ Εὐρωπαῖοι) εῖναι ανθρωποι χωρίς ἠθική καί πίστη, καί κρίμα στά φῶτά τους΄ ὃτι ὁ ἂνθρωπος κάνει τά φῶτα καί ὂχι τά φῶτα τόν ἂνθρωπο»!
Ὃπως εὐστοχότατα ἒχει ἐπισημάνει καί ὁ μακαριστός π. Ἰουστίνος Πόποβιτς, Σέρβος Ὀρθόδοξος Θεολόγος καί πρώην Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Βελιγραδίου: «ἰδού εἰς τί μετεβάλλετο καί τελικῶς μετεβλήθη ἀπό τήν Ἀναγέννησιν ἓως σήμερον ἡ Εὐρώπη΄ εἰς ἐργαστήριον ρομπότ. Τό δέ ρομπότ εῖναι ὁ ἀθλιώτερος τύπος ἀνθρώπου. Ὃστις ἒχει ὀφθαλμούς διά νά βλέπῃ, ἂς ἲδῃ΄ δέν ὑπῆρξεν ἐπί τοῦ πλανήτου ἀθλιώτερος, ἀσχημότερος καί ἀπανθρωπότερος ἂνθρωπος ἀπό τό εὐρωπαϊκό ρομπότ...Ἂνθρωπος χωρίς Θεό καί χωρίς ψυχήν...Ἀφοῦ ἐφόνευσε τόν Θεόν καί τήν ψυχήν μέσα του ὁ τύπος κάθε εὐρωπαίου ἀνθρώπου... βαθμηδόν αὐτοκτονεῖ. Διότι ἡ αὐτοκτονία εῖναι ὁ ἀναπόφευκτος ἀκόλουθος τῆς Θεοκτονίας».
Ὁ ἂνθρωπος αύτός διεκτραγωγήθηκε ἀπό τόν μεγάλο Charly Chaplin, ὡς ὁ «ἀνθρωπάκος τοῦ ἐργοστασίου» στήν πρωτοπορειακή ταινία του “Modern times” (Μοντέρνοι καιροί). Μετά τήν αὐτοϋποδούλωσή του στήν τεχνολογία του ὁ δυτικός ἂνθρωπος, αὐτοϋποδουλώνεται σήμερα καί στήν ἐπιστήμη του ( λ.χ. τήν Βιοτεχνολογία ἢ τήν Γενετική Μηχανική).
Ἒτσι ὃμως φθάσαμε στόν «ἀνθρωπισμό» τῆς Pax Americana καί τοῦ ΝΑΤΟ καί τήν «ἀνθρωπιστική βοήθεια» τῶν Νεοεποχιτῶν.
Αὐτός εῖναι ὁ δρόμος, πού πέρασε ἀπό τήν φραγκική φεουδαρχία, τήν κρατικοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, τήν Ἱερά Ἐξέταση, τούς Σταυροφόρους, τόν Ναπολέοντα, τόν Χίτλερ καί τόν Στάλιν. Εῖναι τό παράγωγο μιᾶς παιδείας, πού ἒχασε τήν πνευματική λειτουργία τῆς καθαρῆς καρδιᾶς, δίνοντας ἀπόλυτη προτεραιότητα στόν κατ’ ἐπίφαση «ὀρθό λόγο» (τήν Raison ), πού παρουσιάζει τήν σχιζοφρένεια νά διανοεῖται μέν βαθυστόχαστα ἢ νά δημιουργεῖ στήν Τέχνη, ἀλλά παράλληλα νά κατεργάζεται τήν ἐξόντωση ἀθώων, ὃπως συνέβαινε μέ τούς χιτλερικούς στρατιωτικούς-καλλιτέχνες καί ὃπως συμβαίνει σήμερα μέ τίς ληστρικές ἐπεμβάσεις στό Κόσοβο, τό Ἀφγανιστάν, τό Ἰράκ καί ὃπου ἀλλοῦ.
7. Τά συστατικά τῆς ἀγωγῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού συνοπτικά ἐξεθέσαμε παραπάνω, ῆταν κοινή κληρονομιά Ἀνατολῆς καί Δύσης τήν πρώτη χιλιετία.
Ἡ Ἀνατολή ἐπί αἰῶνες ῆταν ἡ πνευματική μητέρα καί τροφοδότρια τῆς δυτικῆς εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας ( ex Oriente lux). Μέ τήν ἀρχή ὃμως τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ τῆς «μετακένωσης» μάθαμε στούς τελευταίους αἰῶνες νά θαυμάζουμε τά «φῶτα τῆς Εὐρώπης» (ex Occidente lux). Ἡ μανία τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ, μάλιστα, μᾶς μετέβαλε σέ ἀξιοθρήνητους οὐραγούς τῆς Εὐρώπης, ὂχι μόνο πολιτικά καί στρατιωτικά, ἀλλά καί πνευματικά καί πολιτιστικά.
Ἡ παιδεία, συνεπῶς, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού σώζει τήν πεμπτουσία τῆς ἑλληνικῆς καί τῆς ὀρθόδοξης κληρονομιᾶς εῖναι ἡ παιδεία, πού χρειάζεται ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη σἠμερα, γιά νά ξαναβρεῖ τά ὑπαρκτικά καί πνευματικά θεμέλιά της. Ὁ νομπελίστας τοῦ 2002 Ἲμρε Κέρτες, ὁ συγγραφέας τοῦ «μυθιστορήματος ἑνός ἀνθρώπου δίχως πεπρωμένο», ὁ ἂνθρωπος πού ἐπέζησε ἀπό τά στρατόπεδα συγκεντρώσεως τῶν Ναζί, ἀλλά πιστεύει ὃτι τραγωδίες σάν αὐτές τοῦ ὁλοκαυτώματος καί τῶν γκουλάκ μποροῦν νά ἐπαναληφθοῦν, ὑπεστήριξε πρόσφατα ὃτι «πρέπει νά δημιουργήσουμε νέες ἀξίες, ἓνα νέο σύστημα, γιά νά ὑπερασπιστοῦμε τήν Εὐρώπη καί τίς εὐρωπαϊκές ἰδέες (ἐφημ. « Ἐλευθεροτυπία» 9.1.2008). Ἡ σκέψη ὃτι εὐρωπαϊκές ἰδεολογικές συλλήψεις ῆταν καί οἱ τραγωδίες, πού αὐτός δίκαια καταδικάζει, θέλω νά πιστεύω, ὃτι αὐτό πού χρειάζεται σήμερα ἡ Εὐρώπη δέν εῖναι νέες ἰδέες, ἀλλά ἐπανανακάλυψη τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ της, μέ βάση τήν παλαιά πνευματική καί πολιτιστική ἑνότητά της.
Τό κρίσιμο ὃμως ἐρώτημα εῖναι, ἂν χωρᾶ σήμερα ἡ παιδευτική πρόταση τῶν Τριῶν Ϊεραρχῶν στό ἀξιολογικό σύστημα τοῦ ἑνωμένου εὐρωπαϊκοῦ χώρου. Διότι ὑπάρχουν δύο οὐσιαστικές παρακωλύσεις, πού προέρχονται ἀπό τίς ὁμάδες, πού ἐξουσιάζουν τήν Εὐρώπη καί κατευθύνουν τήν παιδεία, ἀλλά καί σύνολη τή ζωή της:
Α) Εῖναι οἱ Εὐρωπαῖοι φορεῖς τοῦ καρλομάγνειου ἐπεκτατικοῦ καί ἐξουσιαστικοῦ πνεύματος καί τῆς σχετικῆς μέ αὐτό νοοτροπίας. Ἀπό τά εὐρωπαϊκά κείμενα, πού ἀναφέρονται σέ θέματα παιδείας, διαπιστώνεται ἡ ἐπιδίωξη βαθμιαίας καθολικῆς ἑναιοποίησης, γιά τήν δημιουργία ἑνιαίας εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς, πολιτισμικῆς καί ἱστορικῆς συνείδησης. Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τά ὑποστηριζόμενα ἀπό τόν ἐκφραστή τῆς Νέας Ἐποχῆς καθηγητή Samuel Hantington καί τήν κυρίαρχη θέση γιά νέα ἀνάγνωση, κατανόηση καί γραφή τῆς Ἱστορίας (Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀνήκει καί ὁ βαθύτερος προβληματισμός τοῦ διαβόητου ἐγχειριδίου τῆς ΣΤ’’ Δημοτικοῦ).
Ἡ πολιτιστική πρόταση, συνεπῶς, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού ταυτίζεται μέ τόν πολιτισμό τῆς ἀρχαίας Εὐρώπης, δέν γίνεται εὐχάριστα δεκτή, διότι ἀναιρεῖ καί ἀνατρέπει αὐτόχρημα ὃλες τίς εὐρωπαϊκές πραγματώσεις κατά τήν β΄ χιλιετία. Γι’ αὐτό ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς μόνον ὡς οὐνιτίζουσα γίνεται δεκτή στόν διαχριστιανικό Διάλογο μέ τήν «Δύση», πρόθυμη δηλαδή νά ἀναγνωρίσει τόν δυτικό πολιτισμό σ’ ὃλο τό φάσμα του καί νά ὑποταχθεῖ σ’ αὐτόν, αὐτοαναιρούμενη φυσικά.
Ὁ προβληματισμός αὐτός δέν εῖναι θεωρητικός, ὃπως δείχνουν τά ἲδια τά πράγματα. Τό 1996 τέθηκε τό θέμα δημιουργίας τοῦ «Μουσείου» τῆς Εὐρώπης τῆς μετακαρλομάγνειας περιόδου καί ἀποκλείσθηκε σ’ αὐτό ὂχι μόνον ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλά καί ἡ ἑλληνική ἀρχαιότητα. Ἀλλά καί ὁ Ηantington μᾶς συγκατατάσσει μέ τό Ἰσλάμ, ἀρνούμενος τήν σχέση μας μέ τόν δυτικό πολιτισμό. Καί ναί μέν σ’ αὐτό ἒχει δίκιο. Τό τραγικό ὃμως εῖναι, ὃτι φθάσαμε σέ σημεῖο νά λυπούμεθα γιά τήν στάση αὐτή τῆς Εὐρώπης ἀπέναντί μας καί νά διαμαρτυρόμεθα κι’ ὃλας. Ἡ ἀπάντηση ὃμως σέ ἀνάλογη στιγμή τοῦ Μακρυγιάννη πρός τόν Γάλλο Μαλέρμπ, δείχνει τήν ἐπιβίωση τοῦ πνεύματος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν: «Ὃταν ὁ εὐρωπαῖος Μαλέρμπ τοῦ εῖπε: «Ἓνα θά σᾶς βλάψῃ ἐσᾶς, τό κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὃπου εῖναι αὐτήνη ἡ ἰδέα σ’ ἐσᾶς πολύ τυπωμένη», ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Πρᾶγμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο, ὁπού τό βαστήξαμεν εἰς τήν τυραγνία τοῦ Τούρκου, δέν τό δίνομεν τώρα, οὒτε τό καταφρονοῦμε οἱ Ἓλληνες... Καί τί ἒ χεις ἐσύ διά μένα τί δοξάζω ἐγώ; ... Καί ὂχι τοῦ λόγου σου νά μοῦ τό εἰπῆς, δέν σ’ ἀκούγω,ἀλλά κι ὁ Θεός ὁ δικός σου νά μοῦ τό εἰπῆ, δέν σαλεύει τό μάτι μου»...
Β) Ἡ δεύτερη παρακώλυση προέρχεται ἀπό τούς δικούς μας ἀθεράπευτα εὐρωπαϊστές. Οἱ εὐρωπαϊστές, συνεχίζοντας τήν παράδοση τῶν Ἑνωτικῶν τῆς ὓστερης βυζαντινῆς περιόδου καί τῆς δουλείας, θεωροῦν τήν ἀπόλυτη ταύτιση ( καί τήν πολιτιστική) μέ τήν δυτική Εὐρώπη ὡς σωτηρία. Σ’ αὐτούς ὃμως ἀπάντησε ἢδη ὁ ἀείμνηστος ἑλληνομαθής καί ἑλληνολάτρης, αὐστριακός διανοούμενος Λαυρέντιος Γκεμερέϋ (+1992), πού βλέποντας τήν ἑλλαδική ὑστερία γιά τήν ἒνταξη στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ἒγραψε: «Νομίζω πώς τώρα, πού ἡ Ἑλλάδα θά ἐνταχθεῖ στήν Εὐρωπαϊκή Κοινότητα, μπορεῖ νά εῖναι χρήσιμο γιά τον Ἓλληνα νά δεῖ τόν περίφημο Εὐρωπαϊκό πολιτισμό μέ πιό κριτικό μάτι, γιά νά χάσει λίγο ἀπό τόν σεβασμό του πρός αὐτόν τόν πολιτισμό- πού ἀκόμα τοῦ λείπει. Ἐγώ εὒχομαι νά τόν γλυτώσει...». ( Λ. Γκεμερέυ, Ἡ δύση τῆς Δύσης - ἡ ἀπομυθοποίηση τῆς Εὐρώπης καί ὁ Ἑλληνισμός, Ἀθήνα 1977, σ. 12).
Βέβαια ὑπάρχει καί μιά ἂλλη Εὐρώπη, πού ἐχει συνειδητοποιήσει τά παραπάνω καί ἀναγνωρίζει τήν σημασία γι’ αὐτήν τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Ὃταν τό 1981 ἒγινε ἡ ἐπίσημη ἒνταξη τῆς Χώρας μας στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ἡ ἒγκριτη γαλλική ἐφημερίδα Le Monde ἒγραφε μέ πηχυαῖα γράμματα: «Ἡ Χώρα τῆς Φιλοκαλίας εἰσῆλθε στήν Εὐρώπη». Φιλοκαλία εῖναι ἡ πεμπτουσία τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης. Πιστεύω ὃτι τό ἒλεγαν εἰλικρινά καί γιά νά μᾶς τιμήσουν.
Πρός αὐτή τήν Εὐρώπη ὀφείλουμε πρωταρχικά νά στραφοῦμε ὡς Ἒθνος γιά τήν πολιτιστική ὁλοκλήρωση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου, καί αὐτό εῖναι εὐκολότερο σήμερα, ὃταν χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης καί τῶν Βαλκανίων, μέ ζωντανή τήν παράδοση τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἀνήκουν πλέον στά τακτικά μέλη της. Αὐτή ἡ Εὐρώπη, πού νοσταλγεῖ τήν ἀρχαία ταυτότητά της, μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς γέφυρα πολιτιστική γιά μιά τελεσφόρα καί γόνιμη συνάντηση ὃλων τῶν Κρατῶν-Μελῶν της στό ἒδαφος τῆς κοινῆς κληρονομιᾶς καί ἑνότητας.
Βιβλιογραφική ἐπισημείωση
Διεύρυνση τῆς παραπάνω θεματικῆς βλέπε στίς ἀκόλουθες μελέτες τοῦ ἰδίου συγγραφέως:
1. Ἑλληνορθόδοξη παιδεία καί πολιτισμική ταυτότητα στούς Τρεῖς Ἱεράρχες, στό: Ἰχνηλασία πνευματικῆς σχοινοβασίας (ψηλάφηση καίριων στιγμῶν στήν πορεία τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ), Τέρτιος, Κατερίνη 1999, σ. 23-44.
2) Γιά τήν Εὐρώπη μας μέ ἀγάπη, Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2003.
Ὁμότιμος Καθηγητής Παν/μίου Ἀθηνῶν
1. Ἡ ἀποκτηθεῖσα ἐμπειρία ἀπό τήν προενταξιακή διαδικασία (ἀπό τό 1958) καί τήν μετέπειτα ἒνταξή μας στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ὁδήγησε σέ κάποιες ἀξιωματικές ἀρχές, ὡς σταθερές τῆς πορείας μας μέσα σ’ αὐτήν.
Ἡ πρώτη ἀρχή εῖναι, ὃτι τό πρόβλημα δέν εῖναι ἡ Εὐρώπη, ὃπως δέν ὑπῆρξε ποτέ πρόβλημα κάθε ἀναγκαστικός ἀναπροσανατολισμός τῆς ἐθνικῆς μας πολιτικῆς σ’ ὃλη τήν ἱστορική μας διάρκεια. Τό πρόβλημα εἴμαστε ἐμεῖς, ἡ δική μας δηλαδή παρουσία μέσα στήν Εὐρώπη.
Ἡ δεύτερη ἀρχή εῖναι, ὃτι τό πρόβλημα τῆς Εὐρώπης δέν εῖναι πρώτιστα πολιτικό ἢ οίκονομικό, ἀλλά πνευματικό καί πολιτιστικό. Διότι τό ἀμείλικτο ἐρώτημα εῖναι, ποιόν ἀνθρωπο καί ποιά κοινωνία μπορεῖ νά παραγάγει ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη, καί τελικά ποιόν πολιτισμό.
Εῖναι πράγματι γεγονός, ὃτι μέσα στήν νέα μεγάλη μας Πατρίδα κρίνεται ἡ ταυτότητά μας, ἀλλά καί ἡ ἱστορική μας συνέχεια καί συνεπῶς ἡ ἱστορική (μέ ὃ,τι σημαίνει αύτό) ἐπιβίωσή μας.
Ἡ ἀποτίμηση ὃμως τῆς Εὐρώπης, ὡς μητέρας τοῦ Δυτικοῦ Κόσμου, εῖναι θέμα προοπτικῆς. Ὑπάρχουν δύο προοπτικές: ἡ ἑλληνορθόδοξη καί ἡ οὐνιτίζουσα τῶν εὐρωπαϊστῶν μας. Οἱ πρῶτοι διαπιστώνουν στόν πολιτισμό διαφοροποιήσεις καί ἀποστασιοποίηση. Οἱ δεύτεροι, συμπτώσεις καί ταύτιση. Τό tertium comparationis,τό σημεῖο ἀναφορᾶς, εῖναι ὁ πολιτισμός. Καί εῖναι γνωστό, ὃτι καρδιά τοῦ πολιτισμοῦ εῖναι ἡ παιδεία, ὡς καλλιέργεια καί διάπλαση τοῦ ὃλου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στήν συλλογική πραγμάτωσή του παράγει τόν πολιτισμό, ὡς ὀργάνωση καί διευθέτηση τοῦ κοινωνικοῦ χώρου, σύμφωνα μέ τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς του. Διότι, ὃπως εῖπε ὁ γνωστός ἱστορικός τῶν πολιτισμῶν καί διακεκριμένος διπλωμάτης Arnold Toynbee «ψυχή τοῦ πολιτισμοῦ εῖναι ὁ πολιτισμός τῆς ψυχῆς»! Ἀκριβῶς τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς διαμορφώνεται μέ τήν Παιδεία, τήν ὃλη ἀγωγή δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου.
2. Ἡ Εὐρώπη, τῆς προκαρλομάγνειας περιόδου, ξεκίνησε μέ τρία βασικά θεμέλια: τόν Ρωμαϊκό Κρατικό φορέα, πού βαθμιαῖα ἐκχριστιανίσθηκε (ὃσο μπορεῖ νά ἐκχριστιανισσθεῖ τό Κράτος)΄ τόν ἑλληνικό πολιτισμό, μέ σταθερό φορέα του τήν ἑλληνική γλώσσα καί τόν Χριστιανισμό, ὡς ἀποστολικοπατερική Ὀρθοδοξία. Οἱ παράγοντες αὐτοί, μέ τήν σύνθεσή τους, παρήγαγαν τόν πολιτισμό τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης τῆς πρώτης χιλιετίας. Ἡ Εὐρώπη, στήν ὁποία ζοῦμε καί κινούμεθα σήμερα, προῆλθε ἀπό τήν διαλεκτική διαφόρων ἰδεολογικοφιλοσοφικῶν συστημάτων, πού διαμορφώθηκαν στόν δυτικό μεσαίωνα:
α) τόν σχολαστικισμό, τήν ἐκφιλοσόφηση καί ἐκκοσμίκευση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τήν μετατροπή του σέ σύστημα ἐπιστημονικό.
β) τόν νομιναλισμό, πού ἐκφράζεται ὡς δυαλισμός (φιλοσοφικά) καί ἀτομισμός (ὠφελιμισμός) κοινωνικά καί εῖναι τό DNA τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀτομικῆς καί συλλογικῆς συνείδησης.
γ) τόν οὐμανισμό τῆς Ἀναγέννησης.
δ) τόν διαφωτισμό, τήν αὐτοθεοποίηση δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου μέ ὃλες τίς σχετικές συνέπειες. Ἀπό τό “credo, ut intelligam” (πιστεύω γιά νά κατανοήσω) τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἒφθασε ἡ Δυτική Εὐρώπη στό “cogito, ergo sum” τοῦ Καρτεσίου, τήν ἀπολυτοποίηση τῆς διάνοιας καί τῆς λογικῆς, ὡς ἀπόλυτου κριτηρίου τῶν ἀνθρωπίνων. Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς διαφωτιστικῆς συγκρότησης τῆς Εὐρώπης ἐκφράσθηκε μέ μιά συμβολική πράξη τοῦ Ροβεσπιέρου: Μία κοινή γυναίκα τοποθετήθηκε γυμνή στήν «ἁγία Τράπεζα»τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων καί λατρεύθηκε ὡς Θεά Λογική (Raison).
Ἡ ἑλληνορθόδοξη Ἀνατολή καί ὣς ἓνα σημεῖο ὃλη ἡ ἀρχαία Ἑνωμένη Εὐρώπη, μέ ἐντελῶς διαφορετικές παιδευτικές προϋποθέσεις, ἒφθασαν σέ ἓναν πολιτισμό, πού βιώνεται ὣς σήμερα στούς ὑπαρκτικούς θύλακες τῆς παράδοσής μας, κυρίως στά μοναστήρια.
3. Θεμελιακά συστατικά τοῦ ἑνιαίου αὐτοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ εῖναι:
α) Ἡ ἰσορροπία τῶν σχέσεων μέ τόν Θεό,τόν συνάνθρωπο καί τόν ἑαυτό μας, σέ ἓνα τρισορθογώνιο σύστημα βιωματικῆς ἀναφορᾶς, πού συνιστᾶ τήν ἀκεραιότητα καί ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὃπως φαίνεται στήν περίπτωση τοῦ «Ἁγίου», πού εῖναι τό βιοκοινωνικό πρότυπο τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ λειτουργικές φράσεις «ἂνω σχῶμεν τάς καρδίας», «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῶ τῶ Θεῶ παραθώμεθα», ἢ «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἳνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν΄Πατέρα, Υἱόν καί Ἃγιον Πνεῦμα...» εῖναι οἱ συντεταγμένες αὐτῆς τῆς συνείδησης, πού ὁδηγεῖ σέ ἀνάλογο ῆθος.
β) Ἡ ὑπέρβαση τῆς θρησκείας καί τῆς θρησκειοποίησης τῆς πίστεως, ὡς τρόπου ὑπάρξεως καί ἀναφορᾶς ὃλου τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό μέ συνεχή ζήτηση τῆς Χάρης Του.Ὂχι φυσικά μέ τήν θρησκευτική ἒννοια τῆς δοσοληψίας, (do ut des), ἀλλά ὡς βίωση καί ἒκφραση τῆς συνειδήσεως, ὃτι «ἐν αὐτῶ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» (Πράξ. 17,2 καί ὃτι «χωρίς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. 15,5).
γ) Ἡ προτεραιότητα τῆς καρδιᾶς, ὂχι μόνο ὡς πηγῆς τῶν συναισθημάτων, ἀλλά ὡς κέντρου τῆς ὑπάρξεως, στό ὁποῖο συντελεῖται ἡ κοινωνία μέ τήν θεϊκή Χάρη, πού παράγει τό Χριστοειδές ῆθος. Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη δέν εῖναι μόνο ἡ ἀφετηρία τοῦ ἀγώνα γιά τήν θέωση, τόν ἀπόλυτο σκοπό τῆς ὓπαρξης, ἀλλά καί γιά τήν δυνατότητα σχέσης ἀνιδιοτέλειας μέ τούς συνανθρώπους. Στό πανηγύρι ἢ τό γλέντι του ὁ Ἓλληνας εὒχεται: «καλή καρδιά», πού παραπέμπει στόν ἀναστάσιμο ὓμνο «ἐν καθαρᾶ καρδίᾳ Σέ δοξάζειν». Χωρίς «καθαρή»-«καλή»-φιλόθεη δηλαδή καί φιλάνθρωπη καρδία, δέν εῖναι δυνατόν νά συμπηχθεῖ αὐθεντική διανθρώπινη κοινωνία.
Τό πνεῦμα τῆς ἀνιδιοτέλειας ἐκφράζει ἡ μοναδική στόν κόσμο ἑλληνική παροιμία: «κάμε τό καλό καί ρἰξ’ το στό γυαλό», πού δέν εῖναι παρά νεώτερη ἀπόδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου: «μακάριόν ἐστιν διδόναι μᾶλλον ἢ λαμβάνειν» (Πραξ. 20,25). Αὐτή εῖναι ἡ πνευματική μήτρα, πού γεννᾶ στούς αἰῶνες τό ἑλληνορθόδοξο ὁλοκαύτωμα, ὡς ἑκούσια αὐτοθυσία γιά τούς ἂλλους. Θερμοπύλες, Ἀλαμάνα, Μανιάκι, Κούγκι, Ζάλογγο, Ἀρκάδι εῖναι ὁριακές στιγμές τοῦ ἑλληνικοῦ ὁλοκαυτώματος. Αὐθεντικός ἂνθρωπος στήν κοινή εὐρωπαϊκή παράδοση εῖναι ὁ Ἃγιος, ὁ ἐν Χριστῶ ἀναγεννημένος ἂνθρωπος, τό ἀρχετυπικό πρότυπο τῆς ἀρχαίας Ἑνωμένης Εὐρώπης. Εῖναι ὁ ἂνθρωπος, πού ζεῖ χαρισματικά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ πρό τοῦ πάθους Του: “ «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἒχει, ἳνα τις θῆ τήν ψυχήν αὐτοῦ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. 15,13).
4. Αὐτό τό φρόνημα καλλιεργοῦσαν οἱ Ἃγιοι τῆς προσχισματικῆς Εὐρώπης καί αὐτός ῆταν ὁ καρπός τῆς παιδείας καί ἀγωγῆς, πού προσφερόταν ἀπό τούς ἁγίους τῆς Ἀνατολῆς καί Δύσεως, μέ πρωτοπόρους τούς τιμώμενους σήμερα Τρεῖς Ἱεράρχες. Ἡ ἐπιλογή καί κοινή ἑορταστική τιμή τους τήν 30η Ἰανουαρίου ἀπό τόν 11ο αίώνα, συνιστᾶ ἀναγνώρισή τους ὡς αὐθεντικῶν μαρτύρων τῆς σώζουσας πίστης καί προβολέων τῆς γνήσιας ἑλληνοχριστιανικῆς ἀγωγῆς, ἀλλά καί προπάντων τῆς παιδείας τῆς παράδοσής μας.
Τό ἲδιο νόημα εῖχε καί ἡ συνέχιση τῆς σημερινῆς Ἑορτῆς στά Ἀνώτατα Πνευματικά μας Ἱδρύματα, ἢδη ἀπό τό 1826 στό πρῶτο ἑλληνικό Πανεπιστήμιο, τήν περίλαμπρη «’Ιόνιο Ἀκαδημία» (Κέρκυρα) καί ἀπό τό 1842 στό Πανεπιστήμιο τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ λόγος καί ἡ πράξη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εῖναι τό παιδευτικό καί παιδαγωγικό Ἐγκόλπιο, ὂχι μόνο τοῦ Ἒθνους μας, ἀλλά καί σύνολης τῆς Ὀρθοδοξίας, πού τιμᾶ ἐξ ἲσου μέ μᾶς σήμερα τούς Μεγάλους αὐτούς Πατέρες καί Διδασκάλους.
5. Τό πρόβλημα τῆς παιδείας ἐπικεντρώνεται στήν νοηματοδότηση τῶν ἀνθρωπίνων καί τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἒτσι προβάλλεται στόν λόγο καί τήν ποιμαντική διακονία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού συνοψίζονται στά ἀκόλουθα σημεῖα:
α) Δέν εῖναι ἁπλή ἐκπαίδευση, μύηση δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου σέ μιά ἀναπαραγόμενη γνώση, πού τόν καθιστᾶ γρανάζι τῆς κρατικῆς μηχανῆς (ὂν παραγωγικό). Στήν περίπτωση αὐτή τό κύριο ἐνδιαφέρον εῖναι γιά τήν τελειοποίηση τῶν μηχανῶν καί ὂχι τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ χριστιανική παιδεία εῖναι ἀγωγή τοῦ ἀνθρώπου μέ μορφωτικό πρότυπο ὂχι τόν καλόν κἀγαθόν ἂνθρωπο, ἀλλά τόν Θεάνθρωπο. Αὐτό εῖχε κατά νοῦν ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὃταν ἒλεγε: «Πάντα δεύτερα ἒστω τῆς προνοίας τῶν παίδων»(PG 62,151). Αὐτή ἡ παιδεία συνδέεται ἂμεσα πρῶτα μέ τόν χῶρο τῆς οἰκογένειας. Οἱ Τρεῖς ἱεράρχες γνώρισαν στά πρόσωπα τῶν γονέων τους, καί μάλιστα τῶν μητέρων τους, ἀπαράμιλλα πρότυπα ἀγωγῆς. Ὁ Μέγας Βασίλειος ὁμολογεῖ, ὃτι ἡ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς του δέν ῆταν παρά ἐποικοδομή στίς καταβολές, πού ἒθεσαν ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια καί ἡ γιαγιά του Μακρίνα: «ἣν ἐκ παιδός, γράφει, ἒλαβον ἒννοιαν περί Θεοῦ παρά τῆς μακαρίας μητρός μου καί τῆς μάμμης μου Μακρίνης ταύτην αὐξηθεῖσαν ἒσχον ἐν ἐμαυτῶ» (32,825). Στό σημεῖο αὐτό συναντῶνται οἱ Πατέρες μας μέ τόν τραγικό Εὐριπίδη: «ἂν κρηπίς μή καταβληθῆ γένους ὀρθῶς, ἀνάγκη δυστυχεῖν τούς ἐκγόνους» (Ἡρακλῆς μαινόμενος, 1261). Ἡ διαχρονικότητα δέ αὐτῆς τῆς νοηματοδότησης τῆς παιδείας στήν ἑλληνική παράδοσή μας φαίνεται ἀπό τόν λόγο τοῦ Πατροκοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ πρός τούς γονεῖς: «Ἁμαρτάνετε πολύ νά τά ἀφήνετε (δηλ. τά παιδιά σας) ἀγράμματα καί τυφλά, καί μή μόνον φροντίζετε νά τούς ἀφήνετε πλούτη καί ὑποστατικά, καί μετά τόν θάνατον σας νά τά τρῶν’ καί νά σᾶς πισολογοῦν (νά σᾶς τά ψέλνουν) κι ὃλας. Καλύτερα νά τά ἀφήνετε πτωχά καί γραμματισμένα, παρά πλούσια καί ἀγράμματα»!
β) Ἡ παιδεία συνδέεται ὃμως καί μέ τό πρόσωπο τοῦ διδασκάλου. Στό σημεῖο αὐτό γίνεται ταύτιση ποιμαντικῆς καί παιδαγωγίας.Τό δυαδικό σχῆμα τῆς πνευματικῆς μας παράδοσης πνευματικός πατέρας – πνευματικό τέκνο ἐκφράζεται ἐξίσου καί μέ τήν δυάδα: Διδάσκαλος-Μαθητής. Ναός καί σχολεῖο στόν πολιτισμό μας βρίσκονται σέ σχέση ἀμοιβαιότητας καί συμπληρωματικότητας, ὡς χῶροι διαποίμανσης καί διαμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου. Τό βάρος πέφτει ὃμως στό ῆθος καί τό παράδειγμα τοῦ διδάσκοντος. «Ὁ γάρ μή ποιῶν καί διδάσκων (πρβλ.Ματθ. 6, 19) ἀναξιόπιστός ἐστιν εἰς ὠφέλειαν», κατά τόν Μ. Βασίλειο (PG 30,497), ὁ ὁποῖος δέν παραλείπει νά διατυπώσει τόν σκεπτικισμό του γιά τούς διδασκάλους τῆς ἐποχῆς του: «Πολλῶν μέν ἀκήκοα λόγων ψυχωφελῶν, πλήν παρ’ οὐδενί (!) τῶν διδασκάλων εῦρον ἀξίαν τῶν λόγων τήν ἀρετήν» (PG 32,358).
γ) Εῖναι παιδεία θεοκεντρική. Ὁ σκοπός τῆς παιδευτικῆς λειτουργίας εῖναι κατά τόν Μ. Βασίλειο «ὁμοιωθῆναι Θεῶ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπου φύσει. Ὁμοίωσις δέ οὐκ ἂνευ γνώσεως, ἡ δέ γνῶσις οὐκ ἐκτός διδαγμάτων» ( PG 32,69). Σ’ αυτό τό σημεῖο ἀναδύεται ἡ προβληματική τῆς στοχοθεσίας τῶν ἐκπαιδευτικῶν προγραμματισμῶν. Ἡ προτεραιότητα τοῦ οἰκονομισμοῦ καί μιᾶς ἐνδοκοσμικῆς ἐσχατολογίας, μέσα σέ χιλιαστικά ὁράματα εὐημερίας, ὁδηγεῖ στό ἀνθρωποείδωλο τοῦ “homo oeconomicus”. Ἡ παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν πρωταρχικά ἀποβλέπει στήν ἐν Χριστῶ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Προεκτείνοντας τόν λόγο τοῦ Μενάνδρου (ὡς χαρῆεν ἂνθρωπος, ὃταν ἂνθρωπος ῆ») ὁ Χρυσόστομος διακηρύσσει: «ἂνθρωπον γάρ ἐκεῖνον ἂν καλέσαιμι τόν τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ διασώζοντα... Τό ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Δεσπότου κατακολουθεῖν, τοῦτο ἂνθρωπος» (PG 53,201). Κάθε ἂνθρωπος , κατά τόν Μ. Βασίλειο εῖναι «θεός κεκελευσμένος», ἒχει δηλαδή μέσα του τήν ἐντολή νά γίνει Θεός κατά χάρη. Ἡ ἀξία, συνεπῶς, ἢ ἀπαξία τοῦ ἀνθρώπου ὁρίζεται ἀπό τήν σχέση του μέ τόν Θεό. «Ψυχῆς δέ ἀνθρωπίνης οὐδέν οὓτω τεκμήριον ὡς τῶν θείων ἐρᾶν λογίων» (Ἰω. Χρυσοστόμου, PG 51,113). Σ’ αὐτή τήν πραγματικότητα ζοῦμε μόνιμα οἱ Ἓλληνες, ὃταν ἀξιολογώντας τόν ἂνθρωπο διερωτώμεθα «ἂν ἒχει Θεό μέσα του» καί δέν εῖναι «ἀθεόφοβος» ἢ «θεομπαίχτης». Κατά τόν Χρυσόστομο,. «εἰ τούς παῖδας ἐπαιδεύομεν φίλους εῖναι τῶ Θεῶ, πάντα ἂν ἀνεπήδησε τά λυπηρά καί μυρίων ἀπηλλάγη κακῶν ὁ βίος ὁ παρών» (PG 51, 327).
δ) Σκοπός τῆς παιδείας δέν εῖναι ἡ πολυμάθεια, ἀλλά ἡ ἐν Χριστῶ μόρφωση τοῦ νέου ἀνθρώπου. Αὐτό βέβαια δέν ὁδηγεῖ στήν ἀμάθεια. Μέ τό νά σᾶς προτρέπω, λέγει ὁ Χρυσόστομος, νά διδάσκετε στά παιδιά σας τήν Ἁγία Γραφή, «μή νομιζέτω με νομοθετεῖν ἀμαθεῖς τούς παῖδας γίνεσθαι. Οὐ κωλύων παιδεύειν ταῦτα λέγω,ἀλλά κωλύων ἐκείνοις μόνοις προσέχειν» (PG 47,368). Στόν Πλάτωνα, ἂλλωστε, ἀποδίδεται ὁ παράλληλος λόγος: «ἐπιστήμη χωριζομένη ἀρετῆς, πανουργία οὐ σοφία».
ε) Ἡ παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν βοηθεῖ στήν ἱεράρχηση τῶν ἀνθρωπίνων καί τήν δημιουργία ρεαλιστικῆς φιλοσοφίας ζωῆς. Ἀρχή γίνεται μέ τήν αὐτογνωσία. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Μικρός εἰμί καί μέγας, ταπεινός καί ὑψηλός, θνητός καί ἀθάνατος, ἐπίγειος καί οὐράνιος» (PG 35,785). Ὁ ἂνθρωπος μέ τήν μετοχή του στό Ἂκτιστο, γίνεται «μέγας κόσμος ἐν μικρῶ» PG 36,524). Τότε μόνο ἀκολουθεῖ ἡ εὒστοχη ἱεράρχηση τῶν ἀνθρωπίνων: «Ὑπερορᾶν μέν σαρκός –προτρέπει ὁ Μ. Βασίλειος- παρέρχεται γάρ΄ ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου» (PG31, 204). Καί ὁ Χρυσόστομος συχνά ἐπαναλαμβάνει: «Ἀποδημία ὁ παρών βίος... ὁδίτης εῖ ...Πανδοχεῖόν ἐστιν ὁ παρών βίος» (PG 52, 401) Εῖναι ἡ συνείδηση, πού φθάνει μέχρι τούς νεώτερους Πατέρες μας, ὃπως ὁ Πατροκοσμᾶς: «Ἡμεῖς, Χριστιανοί μου, ἒλεγε, δέν ἒχομεν ἐδῶ πατρίδα. Διά τοῦτο καί ὁ Θεός μᾶς ἒβαλε τόν νοῦν μας εἰς τό ἐπάνω μέρος, διά νά στοχαζώμεθα πάντοτε τήν οὐράνιον βασιλείαν, τήν ἀληθινήν πατρίδα μας».
ς) Ἡ εὐρύτητα τῆς σκέψης τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν φαίνεται ἀπό τήν θετική ἀξιολόγηση τῆς τεχνικῆς παιδείας, τῆς ὁποίας δέχονται τήν χρησιμότητα καί σπουδαιότητα. Σέ ἐποχή πού οἱ χειρωνακτικές τέχνες ὀνομάζονταν «βάναυσοι», θά πεῖ ὁ Χρυσόστομος: «Μή καταφρονῶμεν τῶν ἀπό χειρῶν τρεφομένων, ἀλλά μᾶλλον αύτούς μακαρίσωμεν διά τοῦτο» (PG 51,193). Προτρέπει μάλιστα, νά θαυμάζουμε τόν λασπωμένο καί μουτζουρωμένο ἐργάτη (PG 61,1017). Ἐντροπή πρέπει νά προκαλοῦν μόνο «οἱ εἰκῆ τρεφόμενοι καί ἀργοῦντες», ὃσοι χρησιμοποιοῦν ὑπηρέτες καί ζοῦν μέ τόν κόπο τῶν ἂλλων (PG 61, 47).
ζ) Ἡ παιδεία κατά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες εῖναι ζήτηση τῆς Ἀλήθειας καί μύηση σ’ αὐτήν. Αὐτό σημαίνει καί ὁ ἑλληνικός ὃρος φιλο-σοφία. Ἡ ζητούμενη δέ σοφία εῖναι κατ’αὐτούς ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὡς ἒνσαρκη Παναλήθεια. Ἡ ἐπιστήμη θεραπεύεται ὡς λειτουργία ψηλάφησης τῶν θείων ἐνεργειῶν μέσα στήν Κτίση. Οἱ τέχνες ἀσκοῦνται ὡς πραγμάτωση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί ἀλληλοδιακονία. Ἡ ζήτηση τῆς Ἀλήθειας (φιλοσοφία), ἡ ἀγάπη γιά τό ὡραῖο (φιλο-καλία), ἡ θεραπεία τοῦ δικαίου, ἀστασίαστα συστατικά τῆς ἀνθρώπινης ὓπαρξης, καταφάσκονται ἀπό τούς Πατέρες μας καί κυρίως ἀπό τόν Μ. Βασίλειο, πού κατεῖχε σέ ὑπέρτατο βαθμό ὃλες τίς ἐπιστῆμες στήν ἐποχή του (PG 31, 389-392΄ 416).
η) Ὁ ἀπώτερος ὃμως σκοπός τῆς παιδείας εῖναι κατά τούς Πατέρες μας ἡ ὁλοτελής ἒνταξη τοῦ ἀνθρώπου στό συλλογικό-κοινωνικό σῶμα. Εῖναι, συνεπῶς, παιδεία κοινωνική, ἀνατρεπτική κάθε πραγματικῆς ἢ ὑποθετικῆς σύγκρουσης προσώπου καί κοινωνίας. Ὁ Μ. Βασίλειος εῖναι ὁ ὀργανωτής τοῦ κοινοβίου, ὡς συνέχειας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν «κοινῶν», τά ὁποῖα ἐθαύμαζε («αἰδεσθῶμεν τά τῶν Ἑλλήνων κοινά», ἒλεγε).
Ἡ παιδεία πού ἐνσάρκωσαν καί ὑπηρέτησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες θεμελιώνει καί ὑποστασιώνει ἓνα πολιτισμό, πού βρίσκεται στά πνευματικοκοινωνικά θεμέλια τῆς ἀρχαίας Εὐρώπης. Τό ἐρώτημα ὃμως, πού προκύπτει εῖναι, ποιά σχέση ἒχει ἡ σημερινή Εὐρώπη, σ’ ὃλο τό φάσμα της, μέ τήν πολιτιστική αὐτή παράδοση. Φοβοῦμαι ὃτι, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι διασώζουμε ἀκόμη ἁπτά ἲχνη αὐτοῦ τοῦ ἢθους, στόν δυτικό κόσμο ἡ παιδεία αὐτή ἒχει πιά χαθεῖ.
6. Ἡ Εὐρώπη, σχεδόν στό σύνολό της, ἒχει χάσει τόν Θεό τῶν πατέρων της. Ὁ Θεός εῖναι τό πρόβλημα τῆς Εὐρώπης. Ἐντασσόμενος μέσα σέ δικανικά καί φιλοσοφικά σχήματα, ἒγινε ἀγνώριστος. Μετά τήν ἒξωση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν κόσμο (Deismus), ἒφθασε ὁ δυτικός κόσμος τόν 20ο αἰώνα στήν «θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ» ( τοῦ νεκροῦ Θεοῦ), ἑνός Θεοῦ πού δέν ἒχει πιά σχέση μέ τόν ἂνθρωπο καί τόν κόσμο. Μαζί ὃμως μέ τόν Θεό χάθηκε καί ὁ ἂνθρωπος καί ἡ δυνατότητα σύμπηξης ἀδελφικῆς κοινωνίας, παρά τήν καύχηση γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης, πού καταντᾶ ἐπιστημοπληξία. Διότι, ὃπως παρατήρησε ὁ Μακρυγιάννης: «Αὐτεῖνοι (=οἱ Εὐρωπαῖοι) εῖναι ανθρωποι χωρίς ἠθική καί πίστη, καί κρίμα στά φῶτά τους΄ ὃτι ὁ ἂνθρωπος κάνει τά φῶτα καί ὂχι τά φῶτα τόν ἂνθρωπο»!
Ὃπως εὐστοχότατα ἒχει ἐπισημάνει καί ὁ μακαριστός π. Ἰουστίνος Πόποβιτς, Σέρβος Ὀρθόδοξος Θεολόγος καί πρώην Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Βελιγραδίου: «ἰδού εἰς τί μετεβάλλετο καί τελικῶς μετεβλήθη ἀπό τήν Ἀναγέννησιν ἓως σήμερον ἡ Εὐρώπη΄ εἰς ἐργαστήριον ρομπότ. Τό δέ ρομπότ εῖναι ὁ ἀθλιώτερος τύπος ἀνθρώπου. Ὃστις ἒχει ὀφθαλμούς διά νά βλέπῃ, ἂς ἲδῃ΄ δέν ὑπῆρξεν ἐπί τοῦ πλανήτου ἀθλιώτερος, ἀσχημότερος καί ἀπανθρωπότερος ἂνθρωπος ἀπό τό εὐρωπαϊκό ρομπότ...Ἂνθρωπος χωρίς Θεό καί χωρίς ψυχήν...Ἀφοῦ ἐφόνευσε τόν Θεόν καί τήν ψυχήν μέσα του ὁ τύπος κάθε εὐρωπαίου ἀνθρώπου... βαθμηδόν αὐτοκτονεῖ. Διότι ἡ αὐτοκτονία εῖναι ὁ ἀναπόφευκτος ἀκόλουθος τῆς Θεοκτονίας».
Ὁ ἂνθρωπος αύτός διεκτραγωγήθηκε ἀπό τόν μεγάλο Charly Chaplin, ὡς ὁ «ἀνθρωπάκος τοῦ ἐργοστασίου» στήν πρωτοπορειακή ταινία του “Modern times” (Μοντέρνοι καιροί). Μετά τήν αὐτοϋποδούλωσή του στήν τεχνολογία του ὁ δυτικός ἂνθρωπος, αὐτοϋποδουλώνεται σήμερα καί στήν ἐπιστήμη του ( λ.χ. τήν Βιοτεχνολογία ἢ τήν Γενετική Μηχανική).
Ἒτσι ὃμως φθάσαμε στόν «ἀνθρωπισμό» τῆς Pax Americana καί τοῦ ΝΑΤΟ καί τήν «ἀνθρωπιστική βοήθεια» τῶν Νεοεποχιτῶν.
Αὐτός εῖναι ὁ δρόμος, πού πέρασε ἀπό τήν φραγκική φεουδαρχία, τήν κρατικοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, τήν Ἱερά Ἐξέταση, τούς Σταυροφόρους, τόν Ναπολέοντα, τόν Χίτλερ καί τόν Στάλιν. Εῖναι τό παράγωγο μιᾶς παιδείας, πού ἒχασε τήν πνευματική λειτουργία τῆς καθαρῆς καρδιᾶς, δίνοντας ἀπόλυτη προτεραιότητα στόν κατ’ ἐπίφαση «ὀρθό λόγο» (τήν Raison ), πού παρουσιάζει τήν σχιζοφρένεια νά διανοεῖται μέν βαθυστόχαστα ἢ νά δημιουργεῖ στήν Τέχνη, ἀλλά παράλληλα νά κατεργάζεται τήν ἐξόντωση ἀθώων, ὃπως συνέβαινε μέ τούς χιτλερικούς στρατιωτικούς-καλλιτέχνες καί ὃπως συμβαίνει σήμερα μέ τίς ληστρικές ἐπεμβάσεις στό Κόσοβο, τό Ἀφγανιστάν, τό Ἰράκ καί ὃπου ἀλλοῦ.
7. Τά συστατικά τῆς ἀγωγῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού συνοπτικά ἐξεθέσαμε παραπάνω, ῆταν κοινή κληρονομιά Ἀνατολῆς καί Δύσης τήν πρώτη χιλιετία.
Ἡ Ἀνατολή ἐπί αἰῶνες ῆταν ἡ πνευματική μητέρα καί τροφοδότρια τῆς δυτικῆς εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας ( ex Oriente lux). Μέ τήν ἀρχή ὃμως τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ τῆς «μετακένωσης» μάθαμε στούς τελευταίους αἰῶνες νά θαυμάζουμε τά «φῶτα τῆς Εὐρώπης» (ex Occidente lux). Ἡ μανία τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ, μάλιστα, μᾶς μετέβαλε σέ ἀξιοθρήνητους οὐραγούς τῆς Εὐρώπης, ὂχι μόνο πολιτικά καί στρατιωτικά, ἀλλά καί πνευματικά καί πολιτιστικά.
Ἡ παιδεία, συνεπῶς, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού σώζει τήν πεμπτουσία τῆς ἑλληνικῆς καί τῆς ὀρθόδοξης κληρονομιᾶς εῖναι ἡ παιδεία, πού χρειάζεται ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη σἠμερα, γιά νά ξαναβρεῖ τά ὑπαρκτικά καί πνευματικά θεμέλιά της. Ὁ νομπελίστας τοῦ 2002 Ἲμρε Κέρτες, ὁ συγγραφέας τοῦ «μυθιστορήματος ἑνός ἀνθρώπου δίχως πεπρωμένο», ὁ ἂνθρωπος πού ἐπέζησε ἀπό τά στρατόπεδα συγκεντρώσεως τῶν Ναζί, ἀλλά πιστεύει ὃτι τραγωδίες σάν αὐτές τοῦ ὁλοκαυτώματος καί τῶν γκουλάκ μποροῦν νά ἐπαναληφθοῦν, ὑπεστήριξε πρόσφατα ὃτι «πρέπει νά δημιουργήσουμε νέες ἀξίες, ἓνα νέο σύστημα, γιά νά ὑπερασπιστοῦμε τήν Εὐρώπη καί τίς εὐρωπαϊκές ἰδέες (ἐφημ. « Ἐλευθεροτυπία» 9.1.2008). Ἡ σκέψη ὃτι εὐρωπαϊκές ἰδεολογικές συλλήψεις ῆταν καί οἱ τραγωδίες, πού αὐτός δίκαια καταδικάζει, θέλω νά πιστεύω, ὃτι αὐτό πού χρειάζεται σήμερα ἡ Εὐρώπη δέν εῖναι νέες ἰδέες, ἀλλά ἐπανανακάλυψη τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ της, μέ βάση τήν παλαιά πνευματική καί πολιτιστική ἑνότητά της.
Τό κρίσιμο ὃμως ἐρώτημα εῖναι, ἂν χωρᾶ σήμερα ἡ παιδευτική πρόταση τῶν Τριῶν Ϊεραρχῶν στό ἀξιολογικό σύστημα τοῦ ἑνωμένου εὐρωπαϊκοῦ χώρου. Διότι ὑπάρχουν δύο οὐσιαστικές παρακωλύσεις, πού προέρχονται ἀπό τίς ὁμάδες, πού ἐξουσιάζουν τήν Εὐρώπη καί κατευθύνουν τήν παιδεία, ἀλλά καί σύνολη τή ζωή της:
Α) Εῖναι οἱ Εὐρωπαῖοι φορεῖς τοῦ καρλομάγνειου ἐπεκτατικοῦ καί ἐξουσιαστικοῦ πνεύματος καί τῆς σχετικῆς μέ αὐτό νοοτροπίας. Ἀπό τά εὐρωπαϊκά κείμενα, πού ἀναφέρονται σέ θέματα παιδείας, διαπιστώνεται ἡ ἐπιδίωξη βαθμιαίας καθολικῆς ἑναιοποίησης, γιά τήν δημιουργία ἑνιαίας εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς, πολιτισμικῆς καί ἱστορικῆς συνείδησης. Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τά ὑποστηριζόμενα ἀπό τόν ἐκφραστή τῆς Νέας Ἐποχῆς καθηγητή Samuel Hantington καί τήν κυρίαρχη θέση γιά νέα ἀνάγνωση, κατανόηση καί γραφή τῆς Ἱστορίας (Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀνήκει καί ὁ βαθύτερος προβληματισμός τοῦ διαβόητου ἐγχειριδίου τῆς ΣΤ’’ Δημοτικοῦ).
Ἡ πολιτιστική πρόταση, συνεπῶς, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού ταυτίζεται μέ τόν πολιτισμό τῆς ἀρχαίας Εὐρώπης, δέν γίνεται εὐχάριστα δεκτή, διότι ἀναιρεῖ καί ἀνατρέπει αὐτόχρημα ὃλες τίς εὐρωπαϊκές πραγματώσεις κατά τήν β΄ χιλιετία. Γι’ αὐτό ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς μόνον ὡς οὐνιτίζουσα γίνεται δεκτή στόν διαχριστιανικό Διάλογο μέ τήν «Δύση», πρόθυμη δηλαδή νά ἀναγνωρίσει τόν δυτικό πολιτισμό σ’ ὃλο τό φάσμα του καί νά ὑποταχθεῖ σ’ αὐτόν, αὐτοαναιρούμενη φυσικά.
Ὁ προβληματισμός αὐτός δέν εῖναι θεωρητικός, ὃπως δείχνουν τά ἲδια τά πράγματα. Τό 1996 τέθηκε τό θέμα δημιουργίας τοῦ «Μουσείου» τῆς Εὐρώπης τῆς μετακαρλομάγνειας περιόδου καί ἀποκλείσθηκε σ’ αὐτό ὂχι μόνον ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλά καί ἡ ἑλληνική ἀρχαιότητα. Ἀλλά καί ὁ Ηantington μᾶς συγκατατάσσει μέ τό Ἰσλάμ, ἀρνούμενος τήν σχέση μας μέ τόν δυτικό πολιτισμό. Καί ναί μέν σ’ αὐτό ἒχει δίκιο. Τό τραγικό ὃμως εῖναι, ὃτι φθάσαμε σέ σημεῖο νά λυπούμεθα γιά τήν στάση αὐτή τῆς Εὐρώπης ἀπέναντί μας καί νά διαμαρτυρόμεθα κι’ ὃλας. Ἡ ἀπάντηση ὃμως σέ ἀνάλογη στιγμή τοῦ Μακρυγιάννη πρός τόν Γάλλο Μαλέρμπ, δείχνει τήν ἐπιβίωση τοῦ πνεύματος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν: «Ὃταν ὁ εὐρωπαῖος Μαλέρμπ τοῦ εῖπε: «Ἓνα θά σᾶς βλάψῃ ἐσᾶς, τό κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὃπου εῖναι αὐτήνη ἡ ἰδέα σ’ ἐσᾶς πολύ τυπωμένη», ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Πρᾶγμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο, ὁπού τό βαστήξαμεν εἰς τήν τυραγνία τοῦ Τούρκου, δέν τό δίνομεν τώρα, οὒτε τό καταφρονοῦμε οἱ Ἓλληνες... Καί τί ἒ χεις ἐσύ διά μένα τί δοξάζω ἐγώ; ... Καί ὂχι τοῦ λόγου σου νά μοῦ τό εἰπῆς, δέν σ’ ἀκούγω,ἀλλά κι ὁ Θεός ὁ δικός σου νά μοῦ τό εἰπῆ, δέν σαλεύει τό μάτι μου»...
Β) Ἡ δεύτερη παρακώλυση προέρχεται ἀπό τούς δικούς μας ἀθεράπευτα εὐρωπαϊστές. Οἱ εὐρωπαϊστές, συνεχίζοντας τήν παράδοση τῶν Ἑνωτικῶν τῆς ὓστερης βυζαντινῆς περιόδου καί τῆς δουλείας, θεωροῦν τήν ἀπόλυτη ταύτιση ( καί τήν πολιτιστική) μέ τήν δυτική Εὐρώπη ὡς σωτηρία. Σ’ αὐτούς ὃμως ἀπάντησε ἢδη ὁ ἀείμνηστος ἑλληνομαθής καί ἑλληνολάτρης, αὐστριακός διανοούμενος Λαυρέντιος Γκεμερέϋ (+1992), πού βλέποντας τήν ἑλλαδική ὑστερία γιά τήν ἒνταξη στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ἒγραψε: «Νομίζω πώς τώρα, πού ἡ Ἑλλάδα θά ἐνταχθεῖ στήν Εὐρωπαϊκή Κοινότητα, μπορεῖ νά εῖναι χρήσιμο γιά τον Ἓλληνα νά δεῖ τόν περίφημο Εὐρωπαϊκό πολιτισμό μέ πιό κριτικό μάτι, γιά νά χάσει λίγο ἀπό τόν σεβασμό του πρός αὐτόν τόν πολιτισμό- πού ἀκόμα τοῦ λείπει. Ἐγώ εὒχομαι νά τόν γλυτώσει...». ( Λ. Γκεμερέυ, Ἡ δύση τῆς Δύσης - ἡ ἀπομυθοποίηση τῆς Εὐρώπης καί ὁ Ἑλληνισμός, Ἀθήνα 1977, σ. 12).
Βέβαια ὑπάρχει καί μιά ἂλλη Εὐρώπη, πού ἐχει συνειδητοποιήσει τά παραπάνω καί ἀναγνωρίζει τήν σημασία γι’ αὐτήν τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Ὃταν τό 1981 ἒγινε ἡ ἐπίσημη ἒνταξη τῆς Χώρας μας στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ἡ ἒγκριτη γαλλική ἐφημερίδα Le Monde ἒγραφε μέ πηχυαῖα γράμματα: «Ἡ Χώρα τῆς Φιλοκαλίας εἰσῆλθε στήν Εὐρώπη». Φιλοκαλία εῖναι ἡ πεμπτουσία τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης. Πιστεύω ὃτι τό ἒλεγαν εἰλικρινά καί γιά νά μᾶς τιμήσουν.
Πρός αὐτή τήν Εὐρώπη ὀφείλουμε πρωταρχικά νά στραφοῦμε ὡς Ἒθνος γιά τήν πολιτιστική ὁλοκλήρωση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου, καί αὐτό εῖναι εὐκολότερο σήμερα, ὃταν χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης καί τῶν Βαλκανίων, μέ ζωντανή τήν παράδοση τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἀνήκουν πλέον στά τακτικά μέλη της. Αὐτή ἡ Εὐρώπη, πού νοσταλγεῖ τήν ἀρχαία ταυτότητά της, μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς γέφυρα πολιτιστική γιά μιά τελεσφόρα καί γόνιμη συνάντηση ὃλων τῶν Κρατῶν-Μελῶν της στό ἒδαφος τῆς κοινῆς κληρονομιᾶς καί ἑνότητας.
Βιβλιογραφική ἐπισημείωση
Διεύρυνση τῆς παραπάνω θεματικῆς βλέπε στίς ἀκόλουθες μελέτες τοῦ ἰδίου συγγραφέως:
1. Ἑλληνορθόδοξη παιδεία καί πολιτισμική ταυτότητα στούς Τρεῖς Ἱεράρχες, στό: Ἰχνηλασία πνευματικῆς σχοινοβασίας (ψηλάφηση καίριων στιγμῶν στήν πορεία τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ), Τέρτιος, Κατερίνη 1999, σ. 23-44.
2) Γιά τήν Εὐρώπη μας μέ ἀγάπη, Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2003.