Διονύσης Χαριτόπουλος
Η ελληνική Αντίσταση στον φασιστικό Άξονα άρχισε στις 28 Οκτωβρίου 1940 στην Πίνδο και τερμάτισε στις 5 Νοεμβρίου 1944, όταν βγήκε από τα ελληνικά σύνορα και ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης.
Οι δύο μεγάλοι πυλώνες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας είναι η Επανάσταση του 1821 και η Αντίσταση 1940-1944 στους ξένους εισβολείς.
Ο κορυφαίος Οξφορδιανός ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι αποτιμά τελεσίδικα τα δύο μεγάλα έπη• όπως γράφει, οι Νεοέλληνες «στον πόλεμο για την ανεξαρτησία τους και στα πρόσφατα κινήματα Αντίστασης κατά των ξένων εισβολέων πραγματοποίησαν πράξεις ηρωισμού τόσο υψηλές όσο τα κατορθώματα των προγόνων τους στον Μαραθώνα και στις Θερμοπύλες» (1).
Το συνταρακτικό είναι πως και οι δύο μεγάλες εθνικές εποποιίες είναι αμιγείς λαϊκοί άθλοι που συνέβησαν ερήμην θεσμών και άνωθεν εντολών.
Όπως ξέρουμε, το 1821 δεν υπήρχε ελληνικό κράτος• ούτε κάποια αναγνωρισμένη κεντρική εξουσία για να κηρύξει την εξέγερση. Μόνοι τους αυτοσχεδίασαν οι κατσαπλιάδες Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Καραϊσκάκης, Μανιάτες, Ρουμελιώτες, Νησιώτες και λοιποί και μόνοι τους το έκαναν.
Είναι επίσης γνωστό πως το 1940, που υπήρχε οργανωμένο κράτος, η βασιλομεταξική δικτατορία άλλα είχε κατά νουν. Από την πρώτη γραμμή στην Πίνδο ο στρατηγός Πετρουτσόπουλος της 8ης Μεραρχίας Ηπείρου μάς βεβαιώνει πως «η ηγεσία δεν επίστευεν εις την νίκην, αλλά ήθελε να ρίψωμεν μερικούς πυροβολισμούς διά την τιμήν των όπλων» (2).
Μα ο ελληνικός λαός αγνόησε την οπισθόβουλη ηγεσία του και πήρε τον πόλεμο πάνω του• η υπόμνηση ανήκει στον Σεφέρη: «Ο λαός έκανε μόνος του αυτό που έκανε – μόνος του. Αυτοί οι άγνωστοι άνθρωποι, το καλύτερο που έχει ο τόπος μας».
Όταν τελικώς οι κατακτητές μπήκαν στη χώρα μας, οι πολιτικοί αρχηγοί έπεσαν πάνω στους Έλληνες και πάσχισαν να τους πείσουν να δεχτούν τη μοίρα του σκλάβου• με πολιτικάντικη ορολογία, επιβαλλόταν πλέον και η «ψυχική τους αποστράτευση».
Ο λαός πάλι δεν υπάκουσε.
Οι αντιστασιακές οργανώσεις ξεφύτρωναν η μία μετά την άλλη σε πόλεις και χωριά. Οι ψυχωμένοι άντρες που πήραν τον οικογενειακό γκρα και βγήκαν στα βουνά δεν ακολούθησαν καμία κομματική εντολή• απλώς συνέχισαν με υπέροχη φυσικότητα την ντόπια παράδοση των εθνικο-απελευθερωτικών αγώνων.
Ο πρύτανης των Ελλήνων ιστορικών Νίκος Σβορώνος έχει καταγράψει τον «αντιστασιακό χαρακτήρα» αυτού του λαού, που αποτελεί «ιδιαίτερο χαρακτηριστικό» του και «διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία».
Εδώ αρχίζει το γκρέμισμα.
Ένας λαός που κατά παράδοση συνεγείρεται αυθορμήτως στις οριακές στιγμές του βίου του• και με τις θυσίες του ανατρέπει έσωθεν ή έξωθεν σχεδιασμούς που απειλούν την εθνική του υπόσταση δεν είναι σήμερα αρεστός.
Προκειμένου να μην επαναληφθούν και στο μέλλον παρόμοια φαινόμενα λαϊκής αυτοβουλίας, επείγουν κάποια μέτρα• ένα από αυτά είναι η αποδόμηση της εθνικής αυτογνωσίας και παράδοσης.
Μια σέχτα ντόπιων πανεπιστημιακών φιλοδοξούν – κατά δήλωσή τους – «να ξαναγράψουν» τη νεότερη ελληνική ιστορία. Η εξαγγελία από μόνη της είναι παιδαριώδης. Η ιστορία έχει γραφτεί. Τα αγάλματά μας τα στήσαμε. Αυτό που θα περίμενε κανείς από επαγγελματίες είναι να αποκαθάρουν τα ιστορικά συμβάντα από υπερβολές και σοβινιστικές ανοησίες• αυτό θα ήταν όντως αγαθοποιό έργο.
Όμως από τις εθνικόφρονες χοντράδες της μετεμφυλιακής περιόδου και της εφταετίας περάσαμε στις «μοντερνίστικες» κατεδαφίσεις.
Κατ' αυτούς τους προφέσορες, η Εθνεγερσία του 1821 ήταν «ιστορικό λάθος». Ο βίος των σκλαβωμένων Ελλήνων με τους Οθωμανούς δυνάστες ήταν αρμονικός και δεν είχαμε λόγους να επαναστατήσουμε.
Όσο για τα νεότερα συμβάντα, από την Αντίσταση 1940-1944 έως τον Κυπριακό Αγώνα για αυτοδιάθεση 1955-1959, πάνε όλα σχεδόν στο καλάθι. Έχουν τόσες «σκιές», έγιναν τόσα «εγκλήματα» που δεν πρέπει καν να μνημονεύονται. Κανένα μεγαλείο δεν διασώζεται από τις μικρόψυχες πένες• διακρίνουν παντού εθνικιστές, τοπικιστές και «Ταλιμπάν».
Αυτό που εντυπωσιάζει στα πονήματα των εν λόγω πανεπιστημιακών είναι η από καθέδρας περιφρόνηση κάθε λαϊκού στοιχείου. «Ο χοντρός λαός στ' αμπάρι», κανονικά. Χωρίς παρουσία και χωρίς λόγο για την ίδια του την ύπαρξη.
Έτσι, σύμφωνα με ατσαλάκωτο καθηγητή, το '21 δεν το έκαναν οι ντόπιοι αγριάνθρωποι. Αυτοί ήσαν το κακό συναπάντημα• αγράμματοι, πλιατσικολόγοι, τοπικιστές και τουρκόφρονες. Όλη τη δουλειά την έκαναν πέντε φωτισμένοι διανοούμενοι που ήρθαν απέξω και μας σώσανε• ο Μαυροκορδάτος και η παρέα του.
Τα υπονοούμενα για τους πρωταγωνιστές της Εθνεγερσίας και της Αντίστασης είναι τόσο υψηλού επιστημονικού επιπέδου που συναγωνίζονται σελίδες του κίτρινου Τύπου. Μα η «ερωτομανής» Μπουμπουλίνα δεν ξόδεψε το έχειν της στα πάθη, αλλά στον Αγώνα. Ούτε ο Καραϊσκάκης και ο Μακρυγιάννης καταπλήγιασαν το κορμί τους για «να ανέλθουν κοινωνικά».
Μην τους βγάλουμε και χρεωμένους από πάνω.
Το ισοπεδωτικό ντελίριο των συγκεκριμένων ιστοριογράφων φούντωσε μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Με την επίφαση ενός αντικειμενικού «επιστημονισμού» επιχειρούν να διαγράψουν κάθε νόημα του κοινού εθνικού βίου.
Προσπαθούν να μας πείσουν ότι η πατρίδα, το έθνος και οι παραδόσεις μας είναι έννοιες ντεμοντέ• απάδουν προς τη σύγχρονη εποχή. Όσο πιο γρήγορα απαλλαγούμε από αυτές τις καθυστερημένες και αναχρονιστικές φαντασιώσεις, τόσο το καλύτερο για όλους.
Αλλά και πάλι ο Σβορώνος έχει ξεκάθαρα τοποθετηθεί στο θέμα της πολιτισμικής συνέχειας, της ταυτότητας και της εθνικής συνείδησης του ελληνικού λαού:
«Το πρόβλημα είναι να μένεις αυτό που είσαι, και αυτό βέβαια συνδυάζεται με την πολιτισμική συνέχεια του ελληνισμού. Με το γεγονός ότι, όταν κατακτήθηκε ο ελληνικός λαός, από τους Ρωμαίους αρχικά είτε αργότερα από τους Τούρκους, είχε εθνική ενότητα και συνείδηση της ενότητας αυτής. Υπήρχε μια ηθική ενότητα με τη γλώσσα, με τα ήθη και τα έθιμα, και είχε συνείδηση της ταυτότητάς του αυτής, η οποία του επέτρεψε να αντισταθεί, να αντισταθεί στην απορρόφηση από άλλους λαούς οι οποίοι ήταν κατακτητές του».
Εσχάτως το πάθος των «μοντερνιστών» για την αποδόμηση της ιστορικής ταυτότητας των Ελλήνων έχει εκλάβει χαρακτηριστικά υστερίας. Δίνουν την εντύπωση πως, αν χρειαζόταν, θα χειροκροτούσαν τα νατοϊκά βομβαρδιστικά ακόμη κι αν κατευθύνονταν στου Φιλοπάππου.
(Ένας πρωθιερέας της ιστορικής αποδόμησης μας κουνάει πατερναλιστικά το δάχτυλο. Αφού μπήκαμε στην ενωμένη Ευρώπη, πρέπει να αλλάξουμε «συνείδηση, νοοτροπία, αξίες και συμπεριφορά».
Αυτό κι αν είναι δείγμα ολοκληρωτικής νοοτροπίας• πόθεν αρύεται το δικαίωμα ένας ιστορικός να υποδεικνύει τη μεταλλαγή ενός ολόκληρου λαού σε αμνήμονες σκιές;
Άντε μετά να εννοήσει, αυτός και οι όμοιοί του, γιατί, αφού ήδη είμαστε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Σολωμού επέλεξε να θυσιαστεί στον ξένο ιστό και ο νεαρός ανθυποσμηναγός Σιαλμάς να λούζεται ες αεί στα νερά του Αιγαίου.)
Ασφαλώς οι πιο ενθουσιώδεις κράχτες της απο-εθνοποίησης πρέπει να βρίσκονται στην Ελλάδα.
Δεν εξηγείται αλλιώς, αφού ουδείς στην Αγγλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία θα τολμούσε να επιτεθεί με τέτοιο μένος σε πατρίδα, ιστορία, γλώσσα, παραδόσεις και εθνικά σύνορα.
Ποιος να το φανταζόταν ότι η διάλυση των εθνών θα αρχίσει από τη χώρα μας. Η περίπτωση παραπέμπει στη Φρειδερίκη που προσπαθούσε να πείσει τον Μάρσαλ να αρχίσει τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο από την Ελλάδα.
Όμως η ιστορία είναι το μέλλον μας.
Κατά τον Δημήτριο Γληνό, «κάθε λαός κληρονομά από τους προγόνους του μερικές κεντρικές ιδέες, που κανονίζουν τη διαγωγή του στις πιο σημαντικές περιστάσεις του δημόσιου βίου».
Και η κεντρική ιδέα που διαπερνά και εμπνέει αυτόν τον λαό είναι η ασίγαστη αγάπη προς την πατρίδα και την ελευθερία.
Αυτό δεν αλλάζει.
.....................................................
(1). Arnold Toynbee, «Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους», Ινστιτούτο του Βιβλίου - Μ. Καρδαμίτσα.
(2). «Ακρόπολις», 28.10.1959• ομοίως, στρατηγός Καθενιώτης, στρατάρχης Ουίλσον, ταξίαρχος Μάιερς κ.ά.
Από το βιβλίο «Ημών των Ιδίων», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2003.
ΡΕΣΑΛΤΟ-14, Ιανουάριος 2007
Αρχική δημοσίευση: ΤΑ ΝΕΑ , Σάββατο 26/10/2002
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΕΔΩ
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=5382
Η ελληνική Αντίσταση στον φασιστικό Άξονα άρχισε στις 28 Οκτωβρίου 1940 στην Πίνδο και τερμάτισε στις 5 Νοεμβρίου 1944, όταν βγήκε από τα ελληνικά σύνορα και ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης.
Οι δύο μεγάλοι πυλώνες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας είναι η Επανάσταση του 1821 και η Αντίσταση 1940-1944 στους ξένους εισβολείς.
Ο κορυφαίος Οξφορδιανός ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι αποτιμά τελεσίδικα τα δύο μεγάλα έπη• όπως γράφει, οι Νεοέλληνες «στον πόλεμο για την ανεξαρτησία τους και στα πρόσφατα κινήματα Αντίστασης κατά των ξένων εισβολέων πραγματοποίησαν πράξεις ηρωισμού τόσο υψηλές όσο τα κατορθώματα των προγόνων τους στον Μαραθώνα και στις Θερμοπύλες» (1).
Το συνταρακτικό είναι πως και οι δύο μεγάλες εθνικές εποποιίες είναι αμιγείς λαϊκοί άθλοι που συνέβησαν ερήμην θεσμών και άνωθεν εντολών.
Όπως ξέρουμε, το 1821 δεν υπήρχε ελληνικό κράτος• ούτε κάποια αναγνωρισμένη κεντρική εξουσία για να κηρύξει την εξέγερση. Μόνοι τους αυτοσχεδίασαν οι κατσαπλιάδες Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Καραϊσκάκης, Μανιάτες, Ρουμελιώτες, Νησιώτες και λοιποί και μόνοι τους το έκαναν.
Είναι επίσης γνωστό πως το 1940, που υπήρχε οργανωμένο κράτος, η βασιλομεταξική δικτατορία άλλα είχε κατά νουν. Από την πρώτη γραμμή στην Πίνδο ο στρατηγός Πετρουτσόπουλος της 8ης Μεραρχίας Ηπείρου μάς βεβαιώνει πως «η ηγεσία δεν επίστευεν εις την νίκην, αλλά ήθελε να ρίψωμεν μερικούς πυροβολισμούς διά την τιμήν των όπλων» (2).
Μα ο ελληνικός λαός αγνόησε την οπισθόβουλη ηγεσία του και πήρε τον πόλεμο πάνω του• η υπόμνηση ανήκει στον Σεφέρη: «Ο λαός έκανε μόνος του αυτό που έκανε – μόνος του. Αυτοί οι άγνωστοι άνθρωποι, το καλύτερο που έχει ο τόπος μας».
Όταν τελικώς οι κατακτητές μπήκαν στη χώρα μας, οι πολιτικοί αρχηγοί έπεσαν πάνω στους Έλληνες και πάσχισαν να τους πείσουν να δεχτούν τη μοίρα του σκλάβου• με πολιτικάντικη ορολογία, επιβαλλόταν πλέον και η «ψυχική τους αποστράτευση».
Ο λαός πάλι δεν υπάκουσε.
Οι αντιστασιακές οργανώσεις ξεφύτρωναν η μία μετά την άλλη σε πόλεις και χωριά. Οι ψυχωμένοι άντρες που πήραν τον οικογενειακό γκρα και βγήκαν στα βουνά δεν ακολούθησαν καμία κομματική εντολή• απλώς συνέχισαν με υπέροχη φυσικότητα την ντόπια παράδοση των εθνικο-απελευθερωτικών αγώνων.
Ο πρύτανης των Ελλήνων ιστορικών Νίκος Σβορώνος έχει καταγράψει τον «αντιστασιακό χαρακτήρα» αυτού του λαού, που αποτελεί «ιδιαίτερο χαρακτηριστικό» του και «διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία».
Εδώ αρχίζει το γκρέμισμα.
Ένας λαός που κατά παράδοση συνεγείρεται αυθορμήτως στις οριακές στιγμές του βίου του• και με τις θυσίες του ανατρέπει έσωθεν ή έξωθεν σχεδιασμούς που απειλούν την εθνική του υπόσταση δεν είναι σήμερα αρεστός.
Προκειμένου να μην επαναληφθούν και στο μέλλον παρόμοια φαινόμενα λαϊκής αυτοβουλίας, επείγουν κάποια μέτρα• ένα από αυτά είναι η αποδόμηση της εθνικής αυτογνωσίας και παράδοσης.
Μια σέχτα ντόπιων πανεπιστημιακών φιλοδοξούν – κατά δήλωσή τους – «να ξαναγράψουν» τη νεότερη ελληνική ιστορία. Η εξαγγελία από μόνη της είναι παιδαριώδης. Η ιστορία έχει γραφτεί. Τα αγάλματά μας τα στήσαμε. Αυτό που θα περίμενε κανείς από επαγγελματίες είναι να αποκαθάρουν τα ιστορικά συμβάντα από υπερβολές και σοβινιστικές ανοησίες• αυτό θα ήταν όντως αγαθοποιό έργο.
Όμως από τις εθνικόφρονες χοντράδες της μετεμφυλιακής περιόδου και της εφταετίας περάσαμε στις «μοντερνίστικες» κατεδαφίσεις.
Κατ' αυτούς τους προφέσορες, η Εθνεγερσία του 1821 ήταν «ιστορικό λάθος». Ο βίος των σκλαβωμένων Ελλήνων με τους Οθωμανούς δυνάστες ήταν αρμονικός και δεν είχαμε λόγους να επαναστατήσουμε.
Όσο για τα νεότερα συμβάντα, από την Αντίσταση 1940-1944 έως τον Κυπριακό Αγώνα για αυτοδιάθεση 1955-1959, πάνε όλα σχεδόν στο καλάθι. Έχουν τόσες «σκιές», έγιναν τόσα «εγκλήματα» που δεν πρέπει καν να μνημονεύονται. Κανένα μεγαλείο δεν διασώζεται από τις μικρόψυχες πένες• διακρίνουν παντού εθνικιστές, τοπικιστές και «Ταλιμπάν».
Αυτό που εντυπωσιάζει στα πονήματα των εν λόγω πανεπιστημιακών είναι η από καθέδρας περιφρόνηση κάθε λαϊκού στοιχείου. «Ο χοντρός λαός στ' αμπάρι», κανονικά. Χωρίς παρουσία και χωρίς λόγο για την ίδια του την ύπαρξη.
Έτσι, σύμφωνα με ατσαλάκωτο καθηγητή, το '21 δεν το έκαναν οι ντόπιοι αγριάνθρωποι. Αυτοί ήσαν το κακό συναπάντημα• αγράμματοι, πλιατσικολόγοι, τοπικιστές και τουρκόφρονες. Όλη τη δουλειά την έκαναν πέντε φωτισμένοι διανοούμενοι που ήρθαν απέξω και μας σώσανε• ο Μαυροκορδάτος και η παρέα του.
Τα υπονοούμενα για τους πρωταγωνιστές της Εθνεγερσίας και της Αντίστασης είναι τόσο υψηλού επιστημονικού επιπέδου που συναγωνίζονται σελίδες του κίτρινου Τύπου. Μα η «ερωτομανής» Μπουμπουλίνα δεν ξόδεψε το έχειν της στα πάθη, αλλά στον Αγώνα. Ούτε ο Καραϊσκάκης και ο Μακρυγιάννης καταπλήγιασαν το κορμί τους για «να ανέλθουν κοινωνικά».
Μην τους βγάλουμε και χρεωμένους από πάνω.
Το ισοπεδωτικό ντελίριο των συγκεκριμένων ιστοριογράφων φούντωσε μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Με την επίφαση ενός αντικειμενικού «επιστημονισμού» επιχειρούν να διαγράψουν κάθε νόημα του κοινού εθνικού βίου.
Προσπαθούν να μας πείσουν ότι η πατρίδα, το έθνος και οι παραδόσεις μας είναι έννοιες ντεμοντέ• απάδουν προς τη σύγχρονη εποχή. Όσο πιο γρήγορα απαλλαγούμε από αυτές τις καθυστερημένες και αναχρονιστικές φαντασιώσεις, τόσο το καλύτερο για όλους.
Αλλά και πάλι ο Σβορώνος έχει ξεκάθαρα τοποθετηθεί στο θέμα της πολιτισμικής συνέχειας, της ταυτότητας και της εθνικής συνείδησης του ελληνικού λαού:
«Το πρόβλημα είναι να μένεις αυτό που είσαι, και αυτό βέβαια συνδυάζεται με την πολιτισμική συνέχεια του ελληνισμού. Με το γεγονός ότι, όταν κατακτήθηκε ο ελληνικός λαός, από τους Ρωμαίους αρχικά είτε αργότερα από τους Τούρκους, είχε εθνική ενότητα και συνείδηση της ενότητας αυτής. Υπήρχε μια ηθική ενότητα με τη γλώσσα, με τα ήθη και τα έθιμα, και είχε συνείδηση της ταυτότητάς του αυτής, η οποία του επέτρεψε να αντισταθεί, να αντισταθεί στην απορρόφηση από άλλους λαούς οι οποίοι ήταν κατακτητές του».
Εσχάτως το πάθος των «μοντερνιστών» για την αποδόμηση της ιστορικής ταυτότητας των Ελλήνων έχει εκλάβει χαρακτηριστικά υστερίας. Δίνουν την εντύπωση πως, αν χρειαζόταν, θα χειροκροτούσαν τα νατοϊκά βομβαρδιστικά ακόμη κι αν κατευθύνονταν στου Φιλοπάππου.
(Ένας πρωθιερέας της ιστορικής αποδόμησης μας κουνάει πατερναλιστικά το δάχτυλο. Αφού μπήκαμε στην ενωμένη Ευρώπη, πρέπει να αλλάξουμε «συνείδηση, νοοτροπία, αξίες και συμπεριφορά».
Αυτό κι αν είναι δείγμα ολοκληρωτικής νοοτροπίας• πόθεν αρύεται το δικαίωμα ένας ιστορικός να υποδεικνύει τη μεταλλαγή ενός ολόκληρου λαού σε αμνήμονες σκιές;
Άντε μετά να εννοήσει, αυτός και οι όμοιοί του, γιατί, αφού ήδη είμαστε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Σολωμού επέλεξε να θυσιαστεί στον ξένο ιστό και ο νεαρός ανθυποσμηναγός Σιαλμάς να λούζεται ες αεί στα νερά του Αιγαίου.)
Ασφαλώς οι πιο ενθουσιώδεις κράχτες της απο-εθνοποίησης πρέπει να βρίσκονται στην Ελλάδα.
Δεν εξηγείται αλλιώς, αφού ουδείς στην Αγγλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία θα τολμούσε να επιτεθεί με τέτοιο μένος σε πατρίδα, ιστορία, γλώσσα, παραδόσεις και εθνικά σύνορα.
Ποιος να το φανταζόταν ότι η διάλυση των εθνών θα αρχίσει από τη χώρα μας. Η περίπτωση παραπέμπει στη Φρειδερίκη που προσπαθούσε να πείσει τον Μάρσαλ να αρχίσει τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο από την Ελλάδα.
Όμως η ιστορία είναι το μέλλον μας.
Κατά τον Δημήτριο Γληνό, «κάθε λαός κληρονομά από τους προγόνους του μερικές κεντρικές ιδέες, που κανονίζουν τη διαγωγή του στις πιο σημαντικές περιστάσεις του δημόσιου βίου».
Και η κεντρική ιδέα που διαπερνά και εμπνέει αυτόν τον λαό είναι η ασίγαστη αγάπη προς την πατρίδα και την ελευθερία.
Αυτό δεν αλλάζει.
.....................................................
(1). Arnold Toynbee, «Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους», Ινστιτούτο του Βιβλίου - Μ. Καρδαμίτσα.
(2). «Ακρόπολις», 28.10.1959• ομοίως, στρατηγός Καθενιώτης, στρατάρχης Ουίλσον, ταξίαρχος Μάιερς κ.ά.
Από το βιβλίο «Ημών των Ιδίων», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2003.
ΡΕΣΑΛΤΟ-14, Ιανουάριος 2007
Αρχική δημοσίευση: ΤΑ ΝΕΑ , Σάββατο 26/10/2002
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΕΔΩ
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=5382