Tου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Στο Ρεσάλτο που κυκλοφορεί
Οι αξίες που γέννησε αυτός ο τόπος, και ως αρχαίος και ως χριστιανικός, έχουν υποτιμηθεί απελπιστικά.
Το ειδικό όμως, εδώ, πρόβλημα είναι πώς αναδεικνύονται (ορθότερα «κατασκευάζονται» ) οι πνευματικοί και οι πολιτικοί διάκονοι του λαού μας. Το στοιχείο της διακονίας συνδέει στη λειτουργία τους τούς δύο αυτούς χώρους. Οι «υπουργοί» (υπηρέτες) του πολιτικού βίου και «διάκονοι» (υπηρέτες) του πνευματικού βίου δεν «γίνονται» (με κάποιο εξωτερικό χρίσμα), αλλά «γεννώνται». Μιλώντας ο ι. Χρυσόστομος για την χειροτονία του πρωτομάρτυρα Στεφάνου παρατηρεί: «προσθήκη Πνεύματος εγένετο». Η «έξωθεν» δηλαδή Χάρη προϋποθέτει την εσωτερική. Το ίδιο και με τον πολιτικό. Η αγάπη για τον Λαό και η συνείδηση της διακονίας είναι οι αδιαφιλονίκητες προϋποθέσεις.
Κληρικός και Πολιτικός στην παράδοσή μας εισέρχονται στη δημόσια «λειτουργία» τους, την διακονία του Λαού, με την εσωτερική τους αξία ή απαξία τους. Και στην μεν περίπτωση των Πολιτικών η ευθύνη δεν είναι μόνο του Λαού που «εκλέγει», αλλά και των προσώπων και μηχανισμών, που προωθούν τους υποψηφίους, με τις γνωστές μεθόδους, για να «εκλεγούν» από ένα κατάλληλα «χειραγωγούμενο» λαϊκό σώμα, που συνήθως αυτοχαρακτηρίζονται μετά τις εκλογές «κοψοχέρηδες».
Βαθύτερο και ουσιαστικότερο όμως είναι το πρόβλημα με την ανάδειξη των κληρικών. Ο Απ. Παύλος πρώτος παραδίδει τον αγιογραφικό κανόνα στο θέμα αυτό, συνιστώντας στον Επίσκοπο: «Χείρας ταχέως μηδενί επιτίθει» (Α΄Τιμ. 522). Στα αρεοπαγιτικά δε συγγράμματα (6ος αι.) κωδικοποιείται η αρχαία εκκλησιαστική πράξη της ένταξης στην ιερωσύνη των προσώπων εκείνων, που ανταποκρίνονται εσωτερικά στα στάδια της πνευματικής αύξησης (κάθαρση-φωτισμός-θέωση). Είναι τραγικό όμως, ότι από τον 190ν αιώνα, με την προϊούσα χαλάρωση και απονοηματοδότηση των πάντων, επικράτησαν στην ένταξη στον κλήρο κριτήρια κοσμικά και μάλιστα γραφειοκρατικά: κάλυψη των εφημεριακών κενών με «κενούς», για την διευθέτηση «θρησκευτικών συμβατικοτήτων. Η αλλοίωση αυτή των κριτηρίων οδήγησε στην παρατηρούμενη αποσύνθεση.
Η διακονία όμως του δημόσιου, πνευματικού και πολιτικού, βίου είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, ώστε να αρκούν οι γνωριμίες («σχέσεις»), οι προσωπικές φιλοδοξίες, η ένταξη στα οποιαδήποτε κυκλώματα για την ανάδειξη των αντίστοιχων διακόνων-λειτουργών. Γι’ αυτό και στις δύο περιπτώσεις καταντούμε συχνά αντί «φορείς», «αχθοφόροι» (μεταφορείς) του χαρίσματος-λειτουργήματος, που ο Θεός δια του Λαού Του μας εμπιστεύεται. Οι υπάρχουσες εξαιρέσεις και στις δύο πλευρές παύουν να είναι εξαιρέσεις, όταν δέχονται αδιαμαρτύρητα την κραυγαλέα και στους δύο χώρους δυσλειτουργία.
Ο αληθινός Κληρικός και Πολιτικός είναι αυτός, που δίνει στον δημόσιο βίο πολλά περισσότερα από όσα παίρνει από αυτόν. Αυτό είναι το αυθεντικό αγιοπατερικό πρότυπο, που ενέπνευσε και πολιτικούς μας, όπως ο Καποδίστριας, ο Τρικούπης, ο Πλαστήρας. Οι Άγιοι –και των δύο χώρων- εισέρχονται στη δημόσια διακονία πλούσιοι, για να βγουν απ’ αυτήν πάμπτωχοι (π.χ. Μ. Βασίλειος, Καποδίστριας). Εμείς, συνήθως, εισερχόμεθα πτωχοί, για να εξέλθουμε πάμπλουτοι! Και είναι ευνόητο, στην εξυπηρέτηση μιας παρόμοιας στοχοθεσίας, όλα τα προσφερόμενα μέσα να θεωρούνται θεμιτά. Έτσι όμως προδίδεται – και στις δύο περιπτώσεις- η εσωτερική μας γυμνότητα και ακαταστασία, αλλά και η ευθύνη των οποιωνδήποτε «χειροτονούντων».