Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ ή Η ΑΙΧΜΗ ΤΗΣ ΑΦΥΠΝΙΣΗΣ
Ἤμουνα λέει σὲ ἀποκριάτικο χορὸ μεταμφιεσμένων σ’ ἕνα παλιὸ ἀρχοντικὸ κοντὰ στοῦ Μακρυγιάννη.
Δὲν θυμᾶμαι πῶς βρέθηκα ἐκεῖ, οὔτε ἄν μὲ εἴχανε καλέσει. Πάντως ἤμουνα ἐκεῖ. Μεγάλο τὸ σαλόνι, μπαλόνια, μάσκες, σερπαντῖνες, πλούσιος μπουφὲς, ποτὰ, οἱ δὲ καλεσμένοι ντυμένοι κατὰ πῶς τὸ θέλει ἡ περίσταση :
Ἄλλος πολιτευτὴς, ἄλλος ἐπιτηρητὴς, ἄλλος ἀρλεκῖνος, ἕνας μάγος, ἕνας σερίφης, κάποιος πλανητάρχης,
ἕνας ἄλλος τρομοκράτης. Μιὰ χοντρὴ καὶ δυσκίνητη εἶχε ντυθεῖ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, ἕνας τραπεζίτης
μὲ προγούλια, κι ἕνας ἄλλος τηλεπαρουσιαστὴς μὲ κάμποσα χρωματιστὰ φουσκωμένα μπαλόνια στὸ χέρι,
ποὺ γράφανε στὴν κοιλιὰ τους: «Κυβερνητικὲς Ὑποσχέσεις», «Συμβόλαιο μὲ τὸν Λαὸ», «Τὸ Μαχαίρι στὸ κόκκαλο» «Δημοσκοπήσεις» κλπ κλπ. Ἐντύπωση ἔκαναν τρεῖς ψηλὲς ἀρχοντικὲς κυρίες, ποὺ ἤρθανε μαζὶ.
Ἡ πρώτη μὲ πλατὺ καπέλλο, καὶ μακρὺ πολύχρωμο φόρεμα, φόραγε μάσκα χαρμολύπης, ἐνῶ μιὰ λευκὴ διαγώνια κορδέλλα μπροστὰ της, ἔγραφε : « ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ »!
Ἡ δεύτερη μὲ γκρίζο μακρὺ φόρεμα, μεγάλο καπέλο καὶ μάσκα Ζορρὸ στὰ μάτια, χωρὶς τρῦπες σὰν ἀόμματη, εἶχε μιὰ ζυγαριὰ στὸ χέρι, ἐνῶ μιὰ κορδέλλα μπροστὰ της, ἴδια μὲ τῆς πρώτης, ἔγραφε: « ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ »!
Ἡ τρίτη μὲ μακρὺ, σκουρόχρωμο φόρεμα, μὲ πολλὲς πτυχώσεις καὶ μακρυὰ οὐρὰ, δὲν φόραγε καπέλλο. Φρόντιζε ὅμως τὰ καπέλλα τῶν ἄλλων δύο. Σὲ παρόμοια κορδέλλα ποὺ εἶχε μπροστὰ, ἔγραφε : « ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ » ! Κανείς δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰ μάθει κάτι περισσότερο γι’ αὐτὲς. Καὶ γιατὶ ἄλλωστε;
Κατὰ τὶς ἑντεκάμιση ἄρχισε νὰ παίζει ἡ πολυμελὴς ὀρχήστρα ποὺ ἤτανε ντυμένη ἀνάλογα :
Φοράγανε διαφορετικὲς στολὲς καὶ μάσκες ὁ καθένας, ἀλλὰ ἴδια καπέλλα τύπου τζόκεϋ μὲ τὴν στάμπα Globalization. Στὸ στῆθος τους ἕνας λειψὸς πορτοκαλὴς ἥλιος ποὺ βασιλεύει ἔγραφε: « Μ.Κ.Ο. »
Ἤτανε τὰ ἀρχικὰ τῆς Μασκαρεμένης Καρναβαλικῆς Ὀρχήστρας, ποὺ εἶχε πάρει μειοδοτικὰ τὸ ἔργο
τῆς βραδυᾶς, μὲ ξένο ρεπερτόριο… Στὸν τοῖχο πίσω ἀπ’ τὴν Ὀρχήστρα ἀναβόσβηνε ἡ λέξη « ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ »…
Ὁ χορὸς ἄναψε καὶ ὅλοι ξεφαντώνανε ἀνεξέλεγκτα. Ἔκανε ὁ καθένας ὅ,τι ἤθελε ἀφοῦ μᾶλλον δὲν ὑπῆρχε σπιτονοικοκύρης κι ἄν ὑπῆρχε ἔκανε τὰ στραβὰ μάτια!
Γύρω στὶς δώδεκα, μπούκαρε ἕνας, ντυμένος πειρατὴς, ἀγριόφατσος μισοδόντης καὶ μονομμάτης, κρατῶντας στὸ δεξί του ἕναν παλιὸ κιτρινισμένο χάρτη μ’ ἕναν περίεργο σταυρὸ ποὺ σημάδευε τὸν κρυμμένο θησαυρὸ.
Μὲ τὸ γάντζο τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ, ἔσερνε ἕναν ἄδειο σάκκο λὲς καὶ πήγαινε γιὰ πλιάτσικο…
Κάποιος εἶπε πὼς τὸ ντύσιμὸ του ἦταν πετυχημένο … Μᾶλλον εἶχε δίκιο γιατὶ ἀργότερα, μὲ μεγάλη ἀληθοφάνεια ἔκανε ντοῦ στὰ ἀσημικὰ τοῦ παλιοῦ ἀρχοντικοῦ, πάντα βέβαια μέσα στὰ πλαίσια τῆς καρναβαλικῆς βραδυᾶς…
Πίσω του μπῆκε ἕνας φουκαρᾶς, ταλαίπωρος, μουτζούρης, ποὺ ἀπ’ τὰ ροῦχα του καὶ τὴν κακομοιριὰ του, φαινότανε ἀπό μακρυὰ πὼς δούλευε στὰ κάτεργα. Ἡ ὀρχήστρα ἔπαιζε ξέφρενα καὶ σὲ λίγο μπῆκε κι ἄλλος ταλαίπωρος. Ὕστερα κι ἄλλος, κι ἄλλος, μετὰ δύο, μετὰ πέντε… μετὰ ἔχασα τὸν ἀριθμὸ... Πάντως ἔγινε συνωστισμὸς... Ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλον. Πέσανε λεφούσι καὶ ἀκρίδα στὸν μπουφέ, στὰ τσιγάρα καὶ στὴν γκαρνταρόμπα τοῦ σπιτιοῦ… Κανα δυὸ νομίζω πὼς γλυκοκοιτάζανε τὴν « Ἐκτελεστικὴ »!
Μερικοί γελάσανε : « Γιὰ κοίτα ρὲ τὶ φυσικὰ ποὺ φέρονται, σὰν πραγματικοὶ κατεργάρηδες… λὲς καὶ βγήκανε τώρα ἀπό τὸ ἀμπάρι καὶ τὸ κουπὶ»!!
Τήν κυρία «Νομοθετικὴ», ἀπ’ ὅ,τι φάνηκε μέχρι στιγμῆς , δέν τήν πλεύρισε κανένας, μιᾶς καί εἶχε πολύ σοβαρή ἀπασχόληση : Ἔριχνε μιά βαθειά ἐξεταστική ματιά νά δεῖ τί χρῶμα εἴχανε τά πιάτα καί οἱ χαρτοπετσέτες
πού τρώγανε οἱ συνδαιτυμόνες. Συμμετεῖχε ὅμως γιατὶ λικνιζότανε στὸ ρυθμὸ τῆς ὀρχήστρας !
Ἡ κυρία «Δικαστικὴ», ἀκουμπισμένη σὲ μιὰ κολώνα, ζύγιζε στὸ μυαλὸ της κάτι ἀναδρομικὲς ὑποθέσεις, σιγοτραγουδῶντας τοὺς σκοποὺς τῆς Μ.Κ.Ο. Ἄλλωστε, τυφλὴ ὅπως ἤτανε, δὲν εἶχε καὶ πολλὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ περιβάλλον.
Ἡ κυρία «Ἐκτελεστικὴ» ὅμως, συμμετεῖχε πιὸ ἐνεργὰ: Στεκότανε κοντὰ στὴν εἴσοδο καὶ τακτοποιοῦσε ὅσους μπαίνανε, προσπαθῶντας νὰ μὴν παρεμποδίζεται ὁ χορὸς καὶ ἡ ὀρχήστρα στὸ ἔργο της. Χόρευε πιὸ ἔντονα ἀπὸ τὶς ἄλλες δύο, ἐνῶ δὲν παρέλειπε κάπου κάπου νὰ τοὺς ρίχνει πλάγιες ματιὲς γεμᾶτες φροντίδα.
Οἱ Μασκοφόροι ἀσυγκράτητοι καὶ ἀχόρταγοι ἁπλώθηκαν καὶ γλένταγαν σ’ ὅλους τοὺς χώρους τοῦ ἀρχοντικοῦ… Πῆγε ἡ ὥρα τρεῖς, πῆγε τέσσερις, ὥσπου κάποιοι ἄρχισαν σιγὰ σιγὰ νὰ χαλαρώνουν καὶ νὰ χασμουριοῦνται…
Μπορεῖ νὰ εἴχανε παραφάει κιόλας …γιατὶ στὸν μπουφὲ δὲν ἔμεινε οὔτε ψίχουλο… Ἡ κυρία «Ἐκτελεστικὴ» εἶχε μισογείρει κουρασμένη σ’ ἕναν καναπὲ… Τοῦ τηλεπαρουσιαστὴ εἴχανε ξεφουσκώσει τὰ μπαλόνια μὲ τὶς «Κυβερνητικὲς Ὑποσχέσεις» καὶ καθότανε σκεφτικὸς καὶ ἀμήχανος.
Ὁ πολιτευτὴς κάτι μέτραγε μὲ τὰ δάχτυλὰ του ἀλλὰ φαίνεται πὼς δὲν τοὔ ’βγαινε ἡ ἀρίθμηση γιατὶ μέτραγε καὶ ξαναμέτραγε ἀπ’ τὴν ἀρχὴ. Ἤτανε σαφῶς ζαλισμένος ἀπ’ τὸ χορὸ καὶ τὴ μουσικὴ.
Πιὸ πέρα, ὁ μάγος φύτευε σπόρους νέων προδιαγραφῶν καὶ ἐξαφάνιζε τὴν λογικὴ ἀπὸ τοὺς γύρω του…
Ἡ χοντρὴ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση μὲ τὸν Ἐπιτηρητὴ καὶ ὁρισμένους ἄλλους στρογκυλοκαθίσανε στὸ σαλόνι καὶ μᾶλλον θέλανε νὰ μείνουνε μόνιμα…τόσο πολὺ τοὺς ἄρεσε τὸ σπίτι…Ἤτανε γωνιακὸ βλέπεις καὶ εἶχε θέα παντοῦ. Ὁ πειρατὴς μοίραζε καθρεφτάκια καὶ δωράκια δεξιὰ κι ἀριστερὰ ἐνῶ ἔριχνε κλεφτὲς ματιὲς σ’ ἕνα «καρέ» ποὺ εἶχε στηθεῖ πιὸ πέρα: Ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ μιὰ λάμπα πετρελαίου, σὲ μιὰ ροτόντα μὲ ζωγραφισμένη τὴν ὑδρόγειο,
ὁ πλανητάρχης, ὁ σερίφης, ὁ τραπεζίτης κι ὁ τρομοκράτης παίζανε μονόπολη ρίχνοντας τὰ ἀποτσίγαρα
στὸ πάτωμα, ποὺ τό μαυρίζανε καὶ τὸ καίγανε ἐδῶ κι ἐκεῖ… Ἤτανε τόσο ἀπορροφημένοι καὶ προβληματισμένοι, πού δὲν σηκώνανε κεφάλι… Σιγὰ σιγὰ ὅμως ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται ἕνας ἐκνευρισμὸς… Κάτι δὲν πήγαινε καλὰ στὴ μοιρασιὰ κι ἔσπρωχνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον γιὰ τὸ ποιὸς θὰ κουμαντάρει τὸ παιχνίδι ἀπὸ ’δῶ καὶ πέρα… Ἀκούστηκαν μάλιστα μερικὲς ψυχρὲς κουβέντες καὶ ἀλληλοκατηγορίες… Τὰ πράγματα φαινόταν πὼς ἀγριεύανε γιατί καὶ οἱ ὑπόλοιποι μασκοφόροι χωριστήκανε καὶ τρωγώσανε κι αὐτοὶ μεταξύ τους… Μπορεῖ νὰ ἤτανε καὶ «μπλόφα» ἀλλὰ τὸ Ἀρχοντικό ἔγινε μπάχαλο…
Καὶ Τότε…
Τότε ξαφνικὰ καὶ μονομιᾶς, τὰ βλέμματα ὅλων στραφήκανε στὴν εἴσοδο, γεμᾶτα ἔκπληξη καὶ ἀπορία….
Μιὰ ἄγνωστη, ἐμφανῶς ταλαιπωρημένη στεκόταν ἐκεῖ…
Πότε ἦρθε, κανένας δὲν πρόσεξε. Ἤτανε ξυπόλυτη, ἀχτένιστη, ἀφτιασίδωτη , μ’ ἕνα παλιὸ σκοῦρο φόρεμα ἀπροσδιορίστου χρώματος καὶ ἡλικίας, ξεθωριασμένο ποὺ ἀνέδιδε ἕνα ἄρωμα ἄλλης ἐποχῆς, ἐνῶ τὰ πόδια
ὁ λαιμὸς καὶ τὰ χέρια της εἴχανε σημάδια καὶ οὐλές ἀπὸ παλιὲς κακουχίες καὶ τραύματα….
Μιὰ φαντασματικὴ φιγοῦρα ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω... Στὰ βαθειὰ γκριζογάλανα μάτια της εἶχε μιὰ πίκρα, ἕνα παράπονο καὶ ἕνα θυμὸ. Κράταγε μπροστὰ της ἕνα παλιὸ ξύλινο γραμμόφωνο, μὲ μιὰ μισοσβησμένη μεταλλικὴ πινακίδα ποὺ ἔγραφε « Φωνὴ τοῦ Λαοῦ ».
Ὅλοι κοιταχτήκανε, κανεὶς δὲν ἤξερε τὶ νὰ ὑποθέσει… Ποιὰ ἤτανε τούτη ’δῶ; Τι σόϊ ἀμφίεση εἶχε διαλέξει;
Τὶ γύρευε τέτοια ὥρα, τώρα ποὺ τὸ γλέντι τέλειωνε;
Ἡ μουσικὴ τῆς Μ.Κ.Ο. σταμάτησε καὶ μιὰ ἀπότομη σιωπὴ ἁπλώθηκε στὴν Αἴθουσα...
Ἡ ἄγνωστη, ἄρχισε νὰ κινεῖται πρὸς τὴν πίστα, μὲ μικρὰ, σουρτὰ βήματα, ἐνῶ οἱ καλεσμένοι σιγὰ σιγὰ σχημάτισαν ἕνα μεγάλο κλοιὸ γύρω της σὰν πολιορκία. Τὴν κοιτάζανε μὲ μιὰ καχυποψία ποὺ δὲν κρυβότανε… Τὸ ἀριστερὸ της πόδι ἔμπλεξε καὶ ἔσερνε μιὰ μακριὰ πλεξούδα πεταμένες σερπαντῖνες μ’ ἕναν θόρυβο σάν τήν ἀλυσίδα τοῦ βαρυποινίτη. Φτάνοντας στη μέση, ἀργὰ καὶ μὲ σταθερὴ ἐπιμονὴ κούρδισε τὸ γραμμόφωνο τρεῖς- τέσσερις στροφὲς… Ὁ δίσκος ἄρχισε νά γυρίζει κυματίζοντας ἐλαφρά…
Μὲ τὰ μακρυὰ δάχτυλὰ της, ἔπιασε τὴν βελόνα καὶ μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ, τὴν ἀκούμπισε στὴν ἄκρη τοῦ δίσκου…
Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ… Κανένας δὲν ἀνάσαινε… Τὶ σόϊ τραγούδι θ’ ἀκούγανε ἄραγε;;
Ἀπό τὸ παλιὸ χωνὶ τοῦ γραμμοφώνου, βγήκανε πρῶτα μερικὰ σκράτς καὶ μετὰ μιὰ ἄγνωστη φωνὴ, ἄρχισε νὰ τραγουδάει μὲ πᾶθος καὶ ἡρωϊκὸ σθένος :
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη… τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερὴ.... ( Τὰ μάτια της ἄστραψαν )
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη… ποὺ μὲ βιὰ μετράει τὴ γῆ… ( Κοκκίνησε κι ἔτρεμε ὁλόκληρη )
Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη… τῶν Ἑλλήνων τὰ Ἱερὰ… ( Ἡ ἄγνωστη ξέσπασε )
Καὶ παίρνοντας ξαφνικὰ Ἀντρίκια μορφὴ, Μπόϊ, Σθένος καὶ Φωνὴ, ἔβγαλε μιὰ οὐράνια βροντερὴ κραυγὴ πόνου, ἀγανάκτησης καὶ ἀσυγκράτητης ὀργῆς :
« Γιατὶ τοῦτο τὸ κατάντημα ρὲ; Γιατὶι ;; ΓΙΑΤΙ;;
Τόσοι ἀγῶνες τόσες θυσίες τόσο αἷμα γιὰ τοῦτα τὰ μασκαριλίκια γίνανε ρὲ; ἔ ;; Γιὰ τοῦτα τὰ μασκαριλίκια;
Ἔξω νὰ χαθῆτε ἀπάτριδες πατριδοφάγοι ρεμπεσκέδες καὶ σκουλήκια τοῦ κερατᾶ!!»
Ἔξω! Νἄ ’μπει μέσα ἡ ψυχὴ τῆς Ἑλλάδας, ποὺ τὴ μαγαρίσατε μαγαρισμένοι…
Ἔξω! Νὰ φυσήξει ὁ ἀγέρας τῆς Λευτεριᾶς ποὺ ξεπουλήσατε ξεπουλημένοι!
Ἔξω ἀπὸ ’δῶ τεμπελχανᾶδες καὶ κοπρίτες ὁποῦ ἦβρατ’ ἀλώνι ν’ ἀλωνίσετε καὶ πίνετε τὸ αἷμα τοῦ Λαοῦ χαραμοφάηδες »!!…
Ἄφησε τὸ γραμμόφωνο κι ἅρπαξε τὸ σπαθὶ ποὔ ’χε ζωσμένο στὴ μέση… Ὅλοι πισωπατήσανε καὶ κοιταχτήκανε σαστισμένοι… Πρόσωπα καὶ μάσκες γίνανε ἕνα ἀπὸ τὸν φόβο… Τέτοια ἐξέλιξη κανείς δὲν τὴν περίμενε… μερικοὶ κοίταξαν πρὸς τὴν ἔξοδο… Μιὰ ἰκανοποίηση καὶ μιὰ λύτρωση φτερούγισαν μέσα μου μά δυστυχῶς δὲν κράτησαν πολύ…
Μὲ τὸ χέρι στὴ λαβὴ καὶ τὸ μάτι νὰ ἀστράφτει μπροστὰ στοὺς αἰῶνες, ἦρθε καὶ τὴν τύλιξε ἕνα ξαφνικὸ ἄσπρο σύννεφο, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἕνας μακρυνὸς κανονιοβολισμὸς, σὰν ἀπόηχος μπουμπουνητοῦ, καλοῦσε προσκλητήριο ἀθανάτων στὸ πεδίο τῆς αἰώνιας μάχης… Ἡ ἄγνωστη φιγούρα ἔσβησε καὶ χάθηκε…
Ὁ κύκλος μασκοφόρων ἀνάσανε…Κάποιος εἶπε πὼς ἤτανε κόλπο τοῦ μάγου γιὰ νὰ τοὺς λαχταρήσει, μὰ ὅταν καθάρισε ἡ ἀτμόσφαιρα, τὸ παλιὸ γραμμόφωνο ἦταν ἀκόμα ἐκεῖ, ἔρημο καὶ πολιορκημένο καὶ γύριζε μέχρι ποὺ ξεκουρδίστηκε… Ἡ Φωνὴ τοῦ Λαοῦ σιώπησε…
Ὁ δίσκος κύλισε ἀργὰ κι ἀφοῦ διέγραψε ἕνα τόξο σὰν μισοφέγγαρο, ἔγειρε τραμπαλίζοντας, στὰ πόδια τῶν τριῶν κυριῶν, τοῦ πολιτευτὴ καὶ τοῦ τηλεπαρουσιαστὴ, ποὺ τυχαῖα ἐκείνη τὴ στιγμὴ βρεθήκανε πλάϊ – πλάϊ, μπροστὰ ἀπὸ τὴν ὀρχήστρα… Τὸ γλέντι σχόλασε… Ὁ κλοιὸς καὶ ἡ πολιορκία σκόρπισαν… Φεύγοντας ὁ καθένας ἄρπαξε κι ἕνα κομμάτι ἀπ’ τὸ διαλυμένο γραμμόφωνο… Ἤτανε βλέπεις πολὺ παλιὸ, ἀντίκα, καὶ εἶχε συλλεκτικὴ ἀξία…. Ὁ Τραπεζίτης στὴν βιασύνη του νὰ πάρει τὸ χωνὶ, πάτησε πάνω στὸν πεσμένο δίσκο ποὺ εὐτυχῶς, παρὰ τὸ μεγάλο βάρος, δὲν ἔσπασε… Οἱ μουσικοὶ μείνανε τελευταῖοι καθὼς εἴχανε νὰ συμμαζέψουνε τὰ ὄργανὰ τους…
Τὰ φῶτα σβήσανε… Κανένας δὲν ρώτησε, κανένας δὲν ἔψαξε, κανένας δὲν ἔμαθε ποιὰ ἤτανε αὐτὴ « ἡ σκιὰ » ποὺ ἦρθε κι ἔφυγε τόσο ξαφνικὰ, ἐκεῖ στὴ μέση, στὸν χορὸ τῶν μασκαράδων…
Ἔμεινα μόνος… Ἔσκυψα, συμμάζεψα καὶ ξεσκόνισα τὸν πατημένο δίσκο… Κανεὶς δὲν τὸν ἤθελε γιατὶ δὲν εἶχε λέει χρηματιστηριακὴ ἀξία… Ἔφυγα; ἔμεινα; Δὲν ξέρω… δὲν θυμᾶμαι… δὲν βλέπω, καθὼς γύρω νυχτώνει ὅλο καὶ πιὸ πολὺ… Σὲ λίγο τὸ σκοτάδι θὰ σκεπάζει τὰ πάντα μέσα καὶ ἔξω… Κυρίως ὅμως μέσα…
Μὰ ἐκεῖνο τὸ ἀμείλικτο καὶ ὀργίλο «ΓΙΑΤΙ ΡΕ;» δὲν θὰ τὸ σκεπάσει καμιὰ καταχνιὰ, καμιὰ σιωπὴ, καμιὰ πολιορκία καμιὰ φίμωση τῶν φουσκομπαλονάδων:
Ἡ Ἑλλάδα εἶναι Ἐδῶ! Στὸ σπαθὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὴ σκιὰ τοῦ Μακρυγιάννη, κι ὄχι στὶς μάσκες τῶν πειρατῶν καὶ τῶν πλιατσικολόγων τῆς φωνῆς, τῆς συνείδησης καὶ τοῦ μόχθου τῶν Ἑλλήνων!….
Ἡ Ἑλλάδα εἶναι Ἐδῶ! Στὴ Φωνὴ τοῦ Λαοῦ, ποὺ ὅσο κι ἄν διαλύεται, διαιρεῖται καὶ ληστεύεται, θὰ βρίσκει πάντα τρόπους νὰ συναρμολογεῖται νὰ ὀργανώνεται καὶ ν’ ἀκούγεται…Ἄλλοτε φανερὰ… Ἄλλοτε κρυφὰ μὲ κερὶ καὶ σπαρματσέτο..
Ἄμποτε μιὰ μέρα ν’ ἀκουστεῖ ὁ χτῦπος τῆς καρδιᾶς της …
Καλὴ Νύχτα… Καὶ κυρίως Καλὸ ξημέρωμα!
Δοκιμαζόμενος Πολίτης